festejar είναι ρήμα.
/fes.teˈxaɾ/
Η λέξη "festejar" χρησιμοποιείται στη ισπανική γλώσσα για να περιγράψει τη δράση της γιορτής ή του εορτασμού γεγονότων, όπως γενέθλια, γάμους ή εθνικές εορτές. Είναι μια καθημερινή λέξη που χρησιμοποιείται συχνά σε προφορικό λόγο, αλλά και σε γραπτά κείμενα. Στις δημοφιλείς κουλτούρες, και ιδιαίτερα στο Μεξικό, η έννοια αυτή εμπεριέχει την ιδέα της συμμετοχής σε εκδηλώσεις και τον εορτασμό.
Vamos a festejar su cumpleaños el sábado.
(Θα γιορτάσουμε τα γενέθλιά του το Σάββατο.)
Ella siempre festeja el Día de los Muertos con su familia.
(Αυτή πάντα γιορτάζει την Ημέρα των Νεκρών με την οικογένειά της.)
Festejamos el año nuevo con fuegos artificiales.
(Γιορτάσαμε την πρωτοχρονιά με πυροτεχνήματα.)
Η λέξη "festejar" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με γιορτές και εορτασμούς. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα:
Μπορεί να αναφέρεται σε μεγάλες και εντυπωσιακές γιορτές.
Festejar con amigos.
(Γιορτάζω με φίλους.)
Συνήθως αναφέρεται σε φιλικές συγκεντρώσεις για γιορτές.
No hay que festejar sin razón.
(Δεν πρέπει να γιορτάζουμε χωρίς λόγο.)
Υποδηλώνει ότι οι γιορτές πρέπει να έχουν κάποιον σημαντικό λόγο πίσω τους.
Festejar hasta el amanecer.
(Γιορτάζω μέχρι το ξημέρωμα.)
Εξυπηρετεί την έννοια των μακρών και ξέφρενων γιορτών.
Festejar el éxito.
(Γιορτάζω την επιτυχία.)
Αναφέρεται στη γιορτή που γίνεται για να τιμήσει μία επιτυχία.
Aprovechar cualquier ocasión para festejar.
(Εκμεταλλεύομαι κάθε ευκαιρία για να γιορτάσω.)
Η λέξη "festejar" προέρχεται από το λατινικό "festivus", που σημαίνει "γιορτινός" ή "εορταστικός".
Συνώνυμα: - Celebrar - Conmemorar - Honrar
Αντώνυμα: - Lamentar - Apenarse - Sufrir
Η λέξη "festejar" είναι λοιπόν ισχυρά συνδεδεμένη με τις γιορτές και τις εορταστικές εκδηλώσεις, και η χρήση της διαρκεί σε πολλά πλαίσια της ισπανικής γλώσσας και κουλτούρας.