Festejo είναι ουσιαστικό.
Фωνητική μεταγραφή: /fesˈte.xo/
Η λέξη festejo αναφέρεται σε μια γιορτή ή σε έναν εορτασμό, συχνά με έντονο και χαρμόσυνο χαρακτήρα. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει εκδηλώσεις που γίνονται για να γιορταστούν επιτυχίες ή σημαντικά γεγονότα. Χρησιμοποιείται συχνά και σε προφορικό λόγο, αλλά και σε γραπτό πλαίσιο, ανάλογα με το συμφραζόμενο.
Vamos a un festejo este fin de semana.
(Πηγαίνουμε σε μια γιορτή αυτό το Σαββατοκύριακο.)
El festejo fue increíble, todos disfrutaron mucho.
(Ο εορτασμός ήταν καταπληκτικός, όλοι το απόλαυσαν πολύ.)
El festejo de cumpleaños estuvo lleno de sorpresas.
(Η γιορτή των γενεθλίων ήταν γεμάτη εκπλήξεις.)
Hacer un gran festejo
(Να κάνεις μια μεγάλη γιορτή)
Πρόταση: Ellos decidieron hacer un gran festejo para celebrar su aniversario.
(Αποφάσισαν να κάνουν μια μεγάλη γιορτή για να γιορτάσουν την επέτειό τους.)
Festejo por todo lo alto
(Γιορτή με πανηγυρική ατμόσφαιρα)
Πρόταση: La boda fue un festejo por todo lo alto, con música y baile.
(Ο γάμος ήταν μια πανηγυρική γιορτή, με μουσική και χορό.)
Sin festejo, no hay alegría
(Χωρίς γιορτή, δεν υπάρχει χαρά)
Πρόταση: En la vida, sin festejo, no hay alegría.
(Στη ζωή, χωρίς γιορτή, δεν υπάρχει χαρά.)
Festejar a lo grande
(Γιορτάζω με μεγαλοπρέπεια)
Πρόταση: Este año queremos festejar a lo grande nuestro aniversario.
(Φέτος θέλουμε να γιορτάσουμε με μεγαλοπρέπεια την επέτειό μας.)
Η λέξη festejo προέρχεται από το λατινικό "festivus," που σημαίνει "γιορτινός" ή "πανηγυρικός."
Συνώνυμα: - celebración (γιορτή) - festín (πανηγύρι)
Αντώνυνα: - duelo (πένθος) - tristeza (θλίψη)