Ο "feto" είναι ουσιαστικό (sustantivo).
/fɛ.to/
Η λέξη "feto" αναφέρεται σε ένα αναπτυσσόμενο έμβρυο σε έναν οργανισμό, συνήθως σε ανθρώπους και θηλαστικά. Χρησιμοποιείται συχνά στη ιατρική για να περιγράψει την αναπτυξιακή φάση μετά τη διάρκεια της εμβρυακής ανάπτυξης. Η συχνότητα χρήσης της λέξης "feto" είναι σημαντική στη ιατρική ορολογία, περισσότερο στον γραπτό λόγο (επιστημονικές δημοσιεύσεις, ιατρικά έγγραφα) παρά στον προφορικό.
"Το έμβρυο αναπτύσσεται στη μήτρα για περίπου εννέα μήνες."
"Los médicos realizan ecografías para evaluar el estado del feto."
"Οι γιατροί πραγματοποιούν υπερήχους για να αξιολογήσουν την κατάσταση του εμβρύου."
"Es importante llevar un control médico adecuado durante el embarazo para cuidar el desarrollo del feto."
Η λέξη "feto" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, καθώς είναι περισσότερο τεχνικός όρος, ωστόσο υπάρχουν κάποιες εκφράσεις που σχετίζονται με το έμβρυο:
"Το έμβρυο είναι ένα ον σε ανάπτυξη, γι' αυτό η υγεία του είναι ζωτικής σημασίας."
"La ecografía ayuda a ver la evolución del feto en tiempo real."
"Η υπερηχογραφία βοηθά να βλέπουμε την εξέλιξη του εμβρύου σε πραγματικό χρόνο."
"Algunos medicamentos son peligrosos para el feto."
"Ορισμένα φάρμακα είναι επικίνδυνα για το έμβρυο."
"Las vitaminas prenatales son recomendadas para el desarrollo del feto."
"Οι προγεννητικές βιταμίνες συνιστώνται για την ανάπτυξη του εμβρύου."
"Es fundamental evitar el alcohol para proteger al feto."
Η λέξη "feto" προέρχεται από το λατινικό "fetus", που σημαίνει "γεννημένος" ή "αναπτυσσόμενος".
Συνώνυμα: - Embrión (έμβρυο)
Αντώνυμα: - No hay antónimos directos, pero en términos de desarrollo pueden considerarse términos como "recién nacido" (νέος) en contraste con "feto".
Αυτή είναι μια ολοκληρωμένη παρουσίαση της λέξης "feto" με όλες τις σχετικές πληροφορίες.