Η λέξη "fiador" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "fiador" είναι: [fjaˈðoɾ]
Η λέξη "fiador" μπορεί να μεταφραστεί στα Ελληνικά ως: - εγγυητής - αντιστάθμισμα - το άτομο που εγγυάται για τη ρευστότητα ή τη διαδικασία μιας συμφωνίας
Η λέξη "fiador" αναφέρεται σε ένα άτομο που αναλαμβάνει την ευθύνη να εγγυηθεί για τις υποχρεώσεις ενός άλλου ατόμου, συνήθως σε νομικές ή οικονομικές καταστάσεις. Χρησιμοποιείται συχνά στα συμβόλαια, τις ενοικιάσεις ή τις δανειοδοτήσεις, και προέρχεται κυρίως από το νομικό και οικονομικό πεδίο. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτά κείμενα, αν και ενδέχεται να ακούγεται και στον προφορικό λόγο.
El fiador de la renta firmó el contrato con el arrendador.
(Ο εγγυητής του ενοικίου υπέγραψε το συμβόλαιο με τον εκμισθωτή.)
Necesitamos un fiador para garantizar el préstamo del banco.
(Χρειαζόμαστε έναν εγγυητή για να εγγυηθεί το δάνειο της τράπεζας.)
Si no puedes cumplir con el pago, el fiador será responsable.
(Αν δεν μπορείς να εκπληρώσεις την πληρωμή, ο εγγυητής θα είναι υπεύθυνος.)
Η λέξη "fiador" χρησιμοποιείται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και είναι λιγότερο κοινή. Παρ' όλα αυτά, ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Si no tienes fiador, es difícil alquilar un apartamento.
(Αν δεν έχεις εγγυητή, είναι δύσκολο να νοικιάσεις ένα διαμέρισμα.)
El fiador debe tener un buen historial crediticio.
(Ο εγγυητής πρέπει να έχει καλή πιστωτική ιστορία.)
Sin un fiador, no puedo participar en la inversión.
(Χωρίς έναν εγγυητή, δεν μπορώ να συμμετάσχω στην επένδυση.)
El contrato especifica que el fiador es responsable por cualquier daño.
(Το συμβόλαιο καθορίζει ότι ο εγγυητής είναι υπεύθυνος για οποιαδήποτε ζημιά.)
Es importante elegir un fiador de confianza.
(Είναι σημαντικό να επιλέξετε έναν αξιόπιστο εγγυητή.)
Η λέξη "fiador" προέρχεται από το λατινικό "fidei" που σημαίνει "πίστη" ή "εμπιστοσύνη", και αναφέρεται σε κάποιον που παρέχει εγγύηση ή διαβεβαίωση για την υποχρέωση άλλου.
Συνώνυμα: - εγγυητής - υποστηρικτής
Αντώνυμα: - δανειολήπτης (σε περιπτώσεις όπου αναφέρεται η ευθύνη της πληρωμής) - κακόπιστος (σε περιπτώσεις που αναφέρεται στην εμπιστοσύνη)