Η λέξη "fianza" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "fianza" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι /fjanθa/.
Η λέξη "fianza" αναφέρεται σε μια συμφωνία ή έναν μηχανισμό που διασφαλίζει μια υποχρέωση ή μια συμφωνία. Χρησιμοποιείται σε νομικές και οικονομικές καταστάσεις, όπου απαιτείται η παροχή εγγύησης για την εκπλήρωση μιας υποχρέωσης. Η λέξη χρησιμοποιείται με σχετική συχνότητα στο γραπτό και προφορικό λόγο, ιδιαίτερα σε νομικά και οικονομικά κείμενα.
La fianza se requiere para asegurar el alquiler de la vivienda.
(Η εγγύηση απαιτείται για να διασφαλίσει την ενοικίαση της κατοικίας.)
Cuando firmé el contrato, tuve que pagar una fianza significativa.
(Όταν υπέγραψα τη σύμβαση, έπρεπε να πληρώσω μία σημαντική εγγύηση.)
Es importante hacer fianza sobre la entrega del proyecto.
(Είναι σημαντικό να κάνω εγγύηση για την παράδοση του έργου.)
Quedar en fianza
(Μένω σε εγγύηση)
Quedamos en fianza de que el pago se realizará a tiempo.
(Μείναμε σε εγγύηση ότι η πληρωμή θα πραγματοποιηθεί εγκαίρως.)
Pagar una fianza
(Πληρώνω μία εγγύηση)
Η λέξη "fianza" προέρχεται από το λατινικό "fidantia", που σχετίζεται με την έννοια της πίστης ή της εγγύησης.
Συνώνυμα:
- garantía (εγγύηση)
- caución (κατάθεση)
Αντώνυμα:
- riesgo (κίνδυνος)
- inseguridad (ανασφάλεια)
Αυτές οι πληροφορίες θα σας βοηθήσουν να κατανοήσετε καλύτερα τη χρήση και τη σημασία της λέξης "fianza" στη γλώσσα Ισπανικά.