Σαφήνεια: "fiar" είναι ρήμα.
Διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA): /ˈfjaɾ/
Η λέξη "fiar" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει την πράξη της εμπιστοσύνης κάποιου ή της παραχώρησης πίστης σε κάποιον ή κάτι. Συχνά χρησιμοποιείται σε οικονομικά και δικαστικά πλαίσια, όπου οι άνθρωποι μπορεί να "εδράζουν" ή να "βάζουν πιστώσεις". Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι μέτρια, με περισσότερη χρήση στο γραπτό λόγο (όπως σε συμβάσεις ή νομικά έγγραφα) σε σχέση με τον προφορικό λόγο.
Η τράπεζα αποφασίζει να εμπιστευτεί τους πελάτες που έχουν ιστορικό πληρωμών.
No es fácil fiar de alguien que no conoces bien.
Δεν είναι εύκολο να εμπιστευτείς κάποιον που δεν γνωρίζεις καλά.
El dueño de la tienda suele fiar a sus clientes habituales.
Η λέξη "fiar" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Πρόταση: No deberías fiar a ciegas en la primera impresión.
No fiarse de alguien.
Πρόταση: Es mejor no fiarse de alguien que no te presenta a sus amigos.
Fiar el éxito a la suerte.
Η λέξη "fiar" προέρχεται από το λατινικό "fidare," που σημαίνει "να έχω εμπιστοσύνη" ή "να πιστεύω". Η ρίζα σχετίζεται με την έννοια της πίστης και της εμπιστοσύνης.
Συνώνυμα: - confiar (εμπιστεύομαι) - acreditar (πιστεύω)
Αντώνυμα: - desconfíar (μην εμπιστεύεσαι) - dudar (αμφιβάλλω)