fiar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

fiar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Σαφήνεια: "fiar" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA): /ˈfjaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "fiar" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει την πράξη της εμπιστοσύνης κάποιου ή της παραχώρησης πίστης σε κάποιον ή κάτι. Συχνά χρησιμοποιείται σε οικονομικά και δικαστικά πλαίσια, όπου οι άνθρωποι μπορεί να "εδράζουν" ή να "βάζουν πιστώσεις". Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι μέτρια, με περισσότερη χρήση στο γραπτό λόγο (όπως σε συμβάσεις ή νομικά έγγραφα) σε σχέση με τον προφορικό λόγο.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. El banco decide fiar a los clientes que tienen historial de pagos.
  2. Η τράπεζα αποφασίζει να εμπιστευτεί τους πελάτες που έχουν ιστορικό πληρωμών.

  3. No es fácil fiar de alguien que no conoces bien.

  4. Δεν είναι εύκολο να εμπιστευτείς κάποιον που δεν γνωρίζεις καλά.

  5. El dueño de la tienda suele fiar a sus clientes habituales.

  6. Ο ιδιοκτήτης του καταστήματος συνηθίζει να παραχωρεί πίστωση στους τακτικούς πελάτες του.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "fiar" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:

  1. Fiar a ciegas.
  2. Σημασία: Να εμπιστεύεσαι τυφλά.
  3. Πρόταση: No deberías fiar a ciegas en la primera impresión.

    • Δεν θα έπρεπε να εμπιστεύεσαι τυφλά την πρώτη εντύπωση.
  4. No fiarse de alguien.

  5. Σημασία: Να μην εμπιστεύεσαι κάποιον.
  6. Πρόταση: Es mejor no fiarse de alguien que no te presenta a sus amigos.

    • Είναι καλύτερα να μην εμπιστεύεσαι κάποιον που δεν σε συστήνει στους φίλους του.
  7. Fiar el éxito a la suerte.

  8. Σημασία: Να στηρίζεσαι στην τύχη για την επιτυχία.
  9. Πρόταση: No podemos fiar el éxito a la suerte, necesitamos trabajar duro.
    • Δεν μπορούμε να στηριχτούμε στην τύχη για την επιτυχία, πρέπει να δουλέψουμε σκληρά.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "fiar" προέρχεται από το λατινικό "fidare," που σημαίνει "να έχω εμπιστοσύνη" ή "να πιστεύω". Η ρίζα σχετίζεται με την έννοια της πίστης και της εμπιστοσύνης.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - confiar (εμπιστεύομαι) - acreditar (πιστεύω)

Αντώνυμα: - desconfíar (μην εμπιστεύεσαι) - dudar (αμφιβάλλω)



22-07-2024