Η λέξη "fibra" είναι ουσιαστικό.
/ˈfiβɾa/
Η λέξη "fibra" στην ισπανική γλώσσα αναφέρεται γενικά σε μια λεπτή, μακριά γραμμή ή ουσία που αποτελεί τη δομή διαφόρων υλικών, όπως σε φυσικά (π.χ. φυτικές ίνες) ή συνθετικά (π.χ. πολυεστερικές ίνες). Χρησιμοποιείται συχνά στη βιολογία, την ιατρική και την τεχνολογία. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, και χρησιμοποιείται περιστασιακά σε προφορικό και γραπτό λόγο, με έμφαση σε επιστημονικά και τεχνικά κείμενα.
Η ΐνα της διατροφής είναι σημαντική για την υγεία του εντέρου.
Los tejidos de algodón están compuestos de fibra natural.
Τα υφάσματα από βαμβάκι αποτελούνται από φυσική ΐνα.
La fibra óptica permite la transmisión de datos a alta velocidad.
Ejemplo: "Él tiene mucha fibra para soportar el entrenamiento duro."
Fibra muscular: αναφέρεται στην μυϊκή ίνα.
Ejemplo: "La fibra muscular se adapta al tipo de entrenamiento que realices."
Ser de fibra: χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος είναι άνθρωπος με ήθος ή αξίες.
Η λέξη "fibra" προέρχεται από το λατινικό "fibra", που σημαίνει "ίνες, κομμάτια". Η ρίζα της σχετίζεται με τη έννοια της λεπτότητας και της ελαχιστοποίησης.
Συνώνυμα: - hilo (νήμα) - filamento (νήμα, ίνα)
Αντώνυμα: - sólido (στερεό) - masa (μάζα)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια πλήρη εικόνα για τη λέξη "fibra" και τις χρήσεις της στη γλώσσα Ισπανικά.