Επίθετο
/fiˈβɾoso/
Η λέξη "fibroso" χρησιμοποιείται στη ιατρική και την ανατομία για να περιγράψει ιστούς ή δομές που περιέχουν ίνες, συνήθως συνδετικού ιστού. Χρησιμοποιείται συχνά σε περιπτώσεις που αναφέρονται σε φλεγμονές ή παθολογικές καταστάσεις που επηρεάζουν τη δομή και τη λειτουργία των οργάνων. Είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη τόσο στον προφορικό λόγο όσο και σε γραπτά κείμενα, κυρίως σε επιστημονικά ή ιατρικά συμφραζόμενα.
El tejido fibroso puede ser un signo de inflamación.
(Ο ινώδης ιστός μπορεί να είναι σημάδι φλεγμονής.)
La fibrosis pulmonar es una enfermedad grave.
(Η πνευμονική ίνωση είναι μια σοβαρή ασθένεια.)
Los tumores fibrosos requieren un tratamiento especial.
(Οι ινώδεις όγκοι απαιτούν ειδική θεραπεία.)
Η λέξη "fibroso" δεν έχει πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ορισμένα πλαίσια που αφορούν την ιατρική ή τη βιολογία.
En un estado fibroso, los tejidos carecen de elasticidad.
(Σε ινώδη κατάσταση, οι ιστοί στερούνται ελαστικότητας.)
Los cambios fibrosos en el hígado son preocupantes.
(Οι ινώδεις αλλαγές στο ήπαρ είναι ανησυχητικές.)
El corazón puede volverse fibroso debido a la hipertensión.
(Η καρδιά μπορεί να γίνει ινώδης λόγω της υπέρτασης.)
Η λέξη "fibroso" προέρχεται από την λατινική λέξη "fibrōsus", που σημαίνει "που έχει ίνες", προερχόμενο από το "fibra" που σημαίνει "ίνα".
Συνώνυμα: - Iνώδης - Ινιδώδης
Αντώνυμα: - Υγρός - Ελαστικός