Το "fichar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: [fiˈt͡ʃaɾ]
Η λέξη "fichar" χρησιμοποιείται κυρίως για να αναφέρεται στην πράξη της καταγραφής ή της σημείωσης στοιχείων, συνήθως σε ένα επίσημο ή νομικό πλαίσιο. Αποδίδει την έννοια της απόκτησης ή της οργάνωσης πληροφοριών. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρήσεων και του νόμου. Η συχνότητα χρήσης της είναι καθημερινή, και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Es necesario fichar a todos los empleados cada mañana.
(Είναι απαραίτητο να καταγράφουμε όλους τους υπαλλήλους κάθε πρωί.)
El abogado debe fichar todos los documentos del caso.
(Ο δικηγόρος πρέπει να καταγράψει όλα τα έγγραφα της υπόθεσης.)
Η λέξη "fichar" δεν συνδέεται άμεσα με πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να μπει σε κάποιες φράσεις που σχετίζονται με τη σημασία της:
Fichar el tiempo.
(Καταγράφω το χρόνο.)
Fichar la asistencia.
(Καταγράφω την παρουσία.)
Fichar un nuevo dato.
(Καταγράφω μια νέα πληροφορία.)
Fichar un contrato.
(Καταγράφω ένα συμβόλαιο.)
Η λέξη "fichar" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "fiche", που σημαίνει "κάρτα" ή "σημείωση". Αυτή η ρίζα σχετίζεται με την έννοια της καταγραφής και οργάνωσης πληροφοριών.
Συνώνυμα: - registrar (καταγράφω) - anotar (σημειώνω) - documentar (τεκμηριώνω)
Αντώνυμα: - ignorar (αγνοώ) - omitir (παραλείπω)