Fichero είναι ουσιαστικό.
/fiˈtʃeɾo/
Η λέξη fichero αναφέρεται σε ένα υλικό ή ψηφιακό αντικείμενο όπου αποθηκεύονται πληροφορίες, δεδομένα ή έγγραφα. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως η πληροφορική (ηλεκτρονικά αρχεία) και η διοίκηση (φάκελοι με έγγραφα). Εμφανίζεται συχνά στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί στον προφορικό λόγο. Η συχνότητά της είναι αρκετά υψηλή σε επαγγελματικά και επιστημονικά κείμενα.
Το αρχείο περιέχει όλα τα απαραίτητα έγγραφα.
Voy a guardar la información en un fichero.
Θα αποθηκεύσω τις πληροφορίες σε ένα αρχείο.
Necesitamos revisar el fichero antes de la reunión.
Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη fichero χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις ή σε φράσεις που περιγράφουν διαδικασίες ή καταστάσεις:
(Εννοεί τη διαδικασία οργάνωσης πληροφοριών)
Se me perdió el fichero.
(Χρησιμοποιείται για να εκφράσει την απώλεια σημαντικών πληροφοριών)
Actualizar el fichero.
(Αναφέρεται στην ανανέωση πληροφοριών ή δεδομένων)
Enviar el fichero adjunto.
(Χρησιμοποιείται συχνά σε επαγγελματικά περιβάλλοντα που σχετίζονται με emails)
Buscar información en el fichero.
Η λέξη fichero προέρχεται από το ισπανικό ficha, που σημαίνει "καρτέλα", και το επίθημα -ero, που δηλώνει έναν τόπο ή εργαλείο που σχετίζεται με κάτι.
Συνώνυμα: - archivo - documento
Αντώνυμα: - desorden (χάος) - desorganizado (άτακτος)
Η λέξη fichero είναι ένα σημαντικό ουσιαστικό στην ισπανική γλώσσα, με ευρύ πεδίο εφαρμογής και χρήση σε διάφορους τομείς, κυρίως στην πληροφορική και την διαχείριση εγγράφων.