Η λέξη "ficticio" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή του "ficticio" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι /fikˈtiθjo/ στην ισπανική προφορά της Ισπανίας και /fikˈtisi.o/ στην ισπανική προφορά της Λατινικής Αμερικής.
Η λέξη "ficticio" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι φανταστικό, δημιουργημένο ή τεχνητό, όπως χαρακτήρες ή ιστορίες που δεν βασίζονται σε πραγματικά γεγονότα. Χρησιμοποιείται συχνά στον γραπτό λόγο, ιδιαίτερα σε λογοτεχνία και νομικά κείμενα, αλλά μπορεί επίσης να εμφανίζεται και στον προφορικό λόγο.
El personaje principal de la novela es ficticio.
(Ο κύριος χαρακτήρας του μυθιστορήματος είναι φανταστικός.)
Las leyes basadas en un mundo ficticio no son aplicables en la realidad.
(Οι νόμοι που βασίζονται σε έναν φανταστικό κόσμο δεν είναι εφαρμόσιμοι στην πραγματικότητα.)
La empresa creó un perfil ficticio para engañar a los clientes.
(Η εταιρεία δημιούργησε ένα ψευδές προφίλ για να ξεγελάσει τους πελάτες.)
Η λέξη "ficticio" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά:
Mundo ficticio
(Φανταστικός κόσμος)
En un mundo ficticio, todo es posible.
(Σε έναν φανταστικό κόσμο, τα πάντα είναι δυνατά.)
Identidad ficticia
(Ψευδής ταυτότητα)
Usó una identidad ficticia para aplicar al trabajo.
(Χρησιμοποίησε μια ψευδή ταυτότητα για να υποβάλει αίτηση για τη δουλειά.)
Historia ficticia
(Φανταστική ιστορία)
La historia ficticia atrajo a muchos lectores por su originalidad.
(Η φανταστική ιστορία τράβηξε πολλούς αναγνώστες λόγω της πρωτοτυπίας της.)
Causa ficticia
(Ψευδής αιτία)
El juez desestimó la demanda por causa ficticia.
(Ο δικαστής απέρριψε την αγωγή λόγω ψευδούς αιτίας.)
Relación ficticia
(Φανταστική σχέση)
Convenimos en que nuestra relación era simplemente ficticia para evitar problemas.
(Συμφωνήσαμε ότι η σχέση μας ήταν απλά φανταστική για να αποφύγουμε προβλήματα.)
Η λέξη "ficticio" προέρχεται από το λατινικό "ficticius", το οποίο σημαίνει "τεχνητός" ή "επινοημένος", και σχετίζεται με το ρήμα "fingere" που σημαίνει "να φτιάχνω" ή "να επινοώ".
Συνώνυμα: - Irreal (μη πραγματικός) - Imaginario (φανταστικός)
Αντώνυμα: - Real (πραγματικός) - Verdadero (αληθινός)