Το "fideicomiso" είναι ουσιαστικό.
[fideiˈkomiso]
Η λέξη "fideicomiso" αναφέρεται σε ένα νομικό εργαλείο στο οποίο κάποιος (ο "εντολέας") μεταβιβάζει την περιουσία του σε έναν τρίτο (τον "διαχειριστή"), ο οποίος είναι υποχρεωμένος να διαχειρίζεται την περιουσία υπέρ ενός ή περισσότερων δικαιούχων. Το fideicomiso χρησιμοποιείται συχνά στον τομέα των οικονομικών και του δικαίου, για λόγους όπως η διοίκηση περιουσίας, η προστασία περιουσιακών στοιχείων και η διαχείριση κληρονομιών.
Η συχνότητα χρήσης του είναι σχετικά υψηλή, κυρίως σε νομικά και οικονομικά κείμενα. Χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο.
"Το εμπιστεύμα επιτρέπει την αποτελεσματική διαχείριση της περιουσίας."
"El abogado explicó las ventajas del fideicomiso a sus clientes."
"Ο δικηγόρος εξήγησε τα πλεονεκτήματα του εμπιστεύματος στους πελάτες του."
"Un fideicomiso puede proteger los activos en caso de litigio."
Η λέξη "fideicomiso" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο υπάρχουν ορισμένες σχετικές φράσεις και ιδιωτικές χρήσεις:
"Το εμπιστεύμα είναι κλειδί στον σχεδιασμό κληρονομιάς."
"Crearon un fideicomiso para asegurar la educación de sus hijos."
"Δημιούργησαν ένα εμπιστεύμα για να διασφαλίσουν την εκπαίδευση των παιδιών τους."
"El uso de fideicomisos ha aumentado en la protección de activos."
Η λέξη "fideicomiso" προέρχεται από τη λατινική φράση "fideicommissum," που σημαίνει "εμπιστευθείς." Η ρίζα της λέξης υποδηλώνει μια μορφή εμπιστοσύνης και υποχρέωσης.
Συνώνυμα: - Fiducia - Trust
Αντώνυμα: - Disposición libre - Venta
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια πλήρη εικόνα σχετικά με τη λέξη "fideicomiso" στα Ισπανικά, οι οποίες μπορούν να είναι χρήσιμες στους τομείς των οικονομικών και του δικαίου.