Η λέξη "fidelidad" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική της μεταγραφή σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /fi.ðe.liˈðað/
Η λέξη "fidelidad" αναφέρεται στην ποιότητα ή κατάσταση του να είσαι πιστός ή αφοσιωμένος. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την αφοσίωση σε σχέσεις ή υποχρεώσεις, καθώς και την ακεραιότητα και την εγκυρότητα μιας υπόσχεσης ή συμφωνίας. Συχνάζει και στους τομείς των νόμων, όπου μπορεί να αναφέρεται στην πιστότητα σε συμβάσεις.
Η χρήση της λέξης είναι σχετικά συχνή, τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, ωστόσο είναι πιο συνηθισμένη στο γραπτό πλαίσιο, ιδιαίτερα σε λογοτεχνία ή νομικές κείμενα.
La fidelidad es fundamental en una relación.
(Η πιστότητα είναι θεμελιώδης σε μια σχέση.)
La fidelidad a los principios es esencial para el éxito.
(Η αφοσίωση στις αρχές είναι απαραίτητη για την επιτυχία.)
Η λέξη "fidelidad" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Fidelidad ciega: La fidelidad ciega puede ser peligrosa.
(Η τυφλή πιστότητα μπορεί να είναι επικίνδυνη.)
Fidelidad a los ideales: La fidelidad a los ideales es admirable.
(Η πιστότητα στα ιδανικά είναι αξιέπαινη.)
Fidelidad en la amistad: La fidelidad en la amistad es un tesoro.
(Η πιστότητα στη φιλία είναι ένα θησαυρός.)
Fidelidad contractual: Es importante garantizar la fidelidad contractual para evitar problemas legales.
(Είναι σημαντικό να διασφαλίσουμε την πιστότητα της σύμβασης για να αποφύγουμε νομικά προβλήματα.)
Promover la fidelidad: La educación puede promover la fidelidad en las relaciones familiares.
(Η εκπαίδευση μπορεί να προάγει την πιστότητα στις οικογενειακές σχέσεις.)
Η λέξη "fidelidad" προέρχεται από το λατινικό "fidelitas", που σημαίνει "πίστη" ή "πιστότητα". Αναφέρεται στην ιδιότητα του να είναι κανείς πιστός ή αφοσιωμένος.
Συνώνυμα: - Lealtad - Compromiso
Αντώνυμα: - Infidelidad - Deslealtad