Το "fijado" είναι συμμετοχή (participio) του ρήματος "fijar", που σημαίνει "καθορίζω" ή "σταθεροποιώ". Είναι επίσης επίθετο όταν περιγράφει κάτι που έχει καθοριστεί ή γίνει σταθερό.
Φωνητική μεταγραφή: /fiˈxa.ðo/
Η λέξη "fijado" χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε κάτι που έχει οριστεί ή τοποθετηθεί σε μια συγκεκριμένη κατάσταση ή θέση. Χρησιμοποιείται αρκετά συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, ιδιαίτερα σε επίσημα κείμενα ή όταν μιλάμε για τη σταθεροποίηση ή τον προσδιορισμό κάποιου στοιχείου.
Η ημερομηνία της συνάντησης είναι ήδη καθορισμένη.
He fijado mis objetivos para este año.
Η λέξη "fijado" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες εκφράσεις και να μεταδώσει διαφορετικά νοήματα.
Έχω κάτι καθορισμένο στο μυαλό.
Estar fijado en un lugar.
Να είσαι σταθερός σε ένα μέρος.
Fijar una mirada.
Να εστιάσεις μια ματιά.
Tener un precio fijado.
Πάντα έχω τους στόχους μου καθορισμένους στο μυαλό.
El cuadro está fijado en la pared.
Η λέξη προέρχεται από το ρήμα "fijar" που σημαίνει "καθορίζω" ή "να τοποθετώ".
Συνώνυμα: - Asegurado (ασφαλμένος) - Establecido (καθιερωμένος)
Αντώνυμα: - Inestable (μη σταθερός) - Variado (πολύμορφος)