Η λέξη "fijamente" είναι επίρρημα.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: [fiˈxamente]
Η λέξη "fijamente" σημαίνει να γίνεται κάτι με σταθερότητα, χωρίς να αλλάζει ή να μεταβάλλεται. Στη γλώσσα των Ισπανών, χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει την παρατήρηση ή τη συγκέντρωση κάποιου με προσοχή. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται συχνά και στα δύο πλαίσια, τόσο προφορικά όσο και γραπτά, αν και είναι πιο κοινή σε γραπτές περιγραφές.
Observó fijamente la pantalla de la computadora.
(Παρατήρησε σταθερά την οθόνη του υπολογιστή.)
Ella te miró fijamente antes de responder.
(Σε κοίταξε σταθερά πριν απαντήσει.)
Η λέξη "fijamente" μπορεί να βρεθεί σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν αποτελεί την πιο διαδεδομένη λέξη για ιδιωματισμούς. Ωστόσο, υπάρχουν παραδείγματα που δείχνουν τη χρήση της:
Mirar fijamente al horizonte es un hábito de los soñadores.
(Το να κοιτάς σταθερά στον ορίζοντα είναι μια συνήθεια των ονειροπόλων.)
Escuchó fijamente cada palabra que decía el maestro.
(Άκουσε σταθερά κάθε λέξη που έλεγε ο δάσκαλος.)
Tenía un enfoque fijamente en su objetivo.
(Είχε έναν σταθερό προσανατολισμό στο στόχο του.)
Η λέξη "fijamente" προέρχεται από το επίθετο "fijo", που σημαίνει "σταθερός", και την κατάληξη "-mente", που χρησιμοποιείται για να σχηματίσει επιρρήματα από επίθετα.
Συνώνυμα: - Constantemente - Establemente - Invariablemente
Αντώνυμα: - Móvilmente - Inestablemente - Cambiablemente
Αυτές οι πληροφορίες αποτυπώνουν την πλήρη εικόνα της λέξης "fijamente" στα Ισπανικά.