Το "fijar" είναι ρήμα.
/fixar/
Το "fijar" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά με την έννοια του να καθορίζει ή να εδραιώνει κάτι, είτε αυτό είναι μια ιδέα, μια πληροφορία ή φυσικά αντικείμενα. Είναι σχετικά κοινό και χρησιμοποιείται συχνά και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο.
Πρέπει να καθορίσουμε μια ημερομηνία για τη συνάντηση.
El profesor fijó las normas de evaluación.
Ο καθηγητής εδραίωσε τους κανόνες αξιολόγησης.
Es importante fijar los objetivos antes de comenzar el proyecto.
Το "fijar" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, όπως:
Είναι σημαντικό να επικεντρωθούμε στις λεπτομέρειες.
Fijar un precio
Η εταιρεία αποφάσισε να καθορίσει μια ειδική τιμή για αυτό το προϊόν.
Fijar metas
Η λέξη "fijar" προέρχεται από τη Λατινική λέξη "figere," που σημαίνει "να στερεώσω," "να καθορίσω."
Συνώνυμα: - determinar - establecer - solidificar
Αντώνυμα: - deshacer - soltar - ignorar