Η λέξη «fijo» είναι επίθετο (adjetivo) στην ισπανική γλώσσα.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης «fijo» με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι [ˈfixo].
Η λέξη «fijo» μπορεί να μεταφραστεί στα ελληνικά ως: - σταθερός - FIXO (οριστικός)
Η λέξη «fijo» χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι το οποίο είναι σταθερό, αναλλοίωτο ή το οποίο δεν μεταβάλλεται. Χρησιμοποιείται σε πολλές περιπτώσεις στην καθημερινή γλώσσα, σε τεχνικούς τομείς (π.χ. μηχανική), στη χημεία και σε ναυτικές αναφορές.
Συχνότητα χρήσης: Η λέξη «fijo» χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
El precio del producto es fijo.
(Η τιμή του προϊόντος είναι σταθερή.)
Necesitamos un contrato fijo para el alquiler.
(Χρειαζόμαστε μια σταθερή σύμβαση για την ενοικίαση.)
Η λέξη «fijo» χρησιμοποιείται και σε ιδιωματικές εκφράσεις, οι οποίες παρέχουν επιπλέον νοήματα ή χρήσεις.
Estoy fijo en que vamos a ganar el partido.
(Είμαι σίγουρος ότι θα κερδίσουμε τον αγώνα.)
Si no me llaman, es porque están fijo ocupados.
(Αν δεν με καλέσουν, είναι γιατί είναι σίγουρα απασχολημένοι.)
Es fijo que lloverá mañana, así que llévate un paraguas.
(Είναι σίγουρο ότι θα βρέξει αύριο, οπότε πάρε μια ομπρέλα.)
Η λέξη «fijo» προέρχεται από το λατινικό «fixus», που σημαίνει «σταθερός» ή «ορισμένος».
Συνώνυμα: - Invariable - Estable - Sólido
Αντώνυμα: - Variable - Inestable - Fluctuante