Η λέξη "filtro" είναι ουσιαστικό αρσενικού γένους (el filtro).
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου: [ˈfiltɾo]
Η λέξη "filtro" αναφέρεται σε μια συσκευή ή μέθοδο που χρησιμοποιείται για να αφαιρέσει ή να διαχωρίσει ουσίες από ένα υγρό ή αέριο, αφήνοντας ένα πιο καθαρό προϊόν. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως η ιατρική (π.χ. φίλτρα αίματος), η μηχανική και η στρατιωτική τεχνολογία. Είναι συχνά πιο συνηθισμένο σε γραπτά κείμενα, αλλά η χρήση του είναι επίσης συχνή σε προφορικούς διαλόγους, ειδικά σε τεχνικά ή επιστημονικά πλαίσια.
"El filtro de agua necesita ser cambiado cada seis meses."
(Το φίλτρο νερού χρειάζεται να αλλάζεται κάθε έξι μήνες.)
"Los ingenieros diseñaron un nuevo filtro para purificar el aire."
(Οι μηχανικοί σχεδίασαν ένα νέο φίλτρο για να καθαρίζει τον αέρα.)
"El médico recomendó un filtro especial para la sangre."
(Ο γιατρός συνέστησε ένα ειδικό φίλτρο για το αίμα.)
Η λέξη "filtro" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
"Pasar por el filtro"
(Να περάσεις από το φίλτρο) - Σημαίνει να υποστείς μια διαδικασία επιλογής ή αξιολόγησης.
"Los candidatos deben pasar por el filtro de la entrevista."
(Οι υποψήφιοι πρέπει να περάσουν από το φίλτρο της συνέντευξης.)
"Someter a filtración"
(Υποβάλλω σε φιλτράρισμα) - Χρησιμοποιείται για να δηλώσει μια διαδικασία που περιλαμβάνει έλεγχο ή επεξεργασία πληροφοριών.
"La nueva información fue sometida a filtración antes de ser publicada."
(Οι νέες πληροφορίες υποβλήθηκαν σε φιλτράρισμα πριν δημοσιευτούν.)
"Aplicar un filtro"
(Εφαρμόζω ένα φίλτρο) - Χρησιμοποιείται για να δηλώσει την αναγκαία επιλογή ή περιορισμού πληροφοριών.
"Es importante aplicar un filtro a los datos antes de analizarlos."
(Είναι σημαντικό να εφαρμόσετε ένα φίλτρο στα δεδομένα πριν τα αναλύσετε.)
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό "filtrum", που σημαίνει "κλωστή" ή "αυλός", αναφερόμενη στη διαδικασία που χρησιμοποιείται για τη φιλτράρισμα ή τη διαχώριση υλικών.
Αυτή η ανάλυση παρέχει μια λεπτομερή εικόνα της λέξης "filtro" και των χρήσεών της στη γλώσσα Ισπανικά.