Το "finalizar" είναι ρήμα.
/hin.a.liˈθaɾ/
Η λέξη "finalizar" χρησιμοποιείται στη σημασία της ολοκλήρωσης ή της λήξης μιας διαδικασίας, έργου ή κατάστασης. Στη γλώσσα των νομικών, χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει την ολοκλήρωση μιας υπόθεσης ή μιας νομικής διαδικασίας.
Η συχνότητα χρήσης του "finalizar" είναι αρκετά υψηλή, και χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτά κείμενα, όπως σε νομικές και διοικητικές αναφορές, αλλά και σε προφορικό λόγο.
Es importante finalizar el proyecto a tiempo.
Είναι σημαντικό να ολοκληρώσουμε το έργο εγκαίρως.
El juez decidió finalizar el juicio hoy.
Ο δικαστής αποφάσισε να κλείσει τη δίκη σήμερα.
Debemos finalizar todos los trámites antes de la fecha límite.
Πρέπει να ολοκληρώσουμε όλες τις διαδικασίες πριν από την προθεσμία.
Το "finalizar" χρησιμοποιείται επίσης σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις.
Finalizar con broche de oro.
Να ολοκληρωθεί με χρυσό σφραγίδα.
(Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια κατάσταση όπου κάτι τελειώνει με έναν εντυπωσιακό ή επιτυχισμένο τρόπο.)
No hay que finalizar sin primero revisar todo.
Δεν πρέπει να ολοκληρώσουμε χωρίς πρώτα να ελέγξουμε τα πάντα.
Se debe finalizar cada tarea antes de comenzar una nueva.
Πρέπει να ολοκληρώσουμε κάθε εργασία πριν ξεκινήσουμε μια νέα.
La reunión se finalizó de manera inesperada.
Η συνάντηση ολοκληρώθηκε απροσδόκητα.
Al finalizar el día, revisamos lo que hemos logrado.
Αφού τελειώσει η μέρα, ανασκοπούμε όσα έχουμε πετύχει.
Η λέξη "finalizar" προέρχεται από τη λατινική λέξη "finalis", που σημαίνει "τελικός".
Συνώνυμα: - Concluir - Terminar - Completar
Αντώνυμα: - Comenzar - Iniciar - Empezar