financiar (ρήμα)
/finaθiˈaɾ/
Η λέξη financiar σημαίνει να παρέχεις χρήματα, κεφάλαια ή πόρους για ένα έργο, μια επιχείρηση ή οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα. Είναι συχνά χρησιμοποιούμενη στους τομείς της οικονομίας και του δικαίου. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι υψηλή, ειδικά σε οικονομικά και νομικά κείμενα, ενώ χρησιμοποιείται επίσης και στον προφορικό λόγο.
Παραδείγματα προτάσεων:
- El banco decidió financiar el nuevo proyecto.
(Η τράπεζα αποφάσισε να χρηματοδοτήσει το νέο έργο.)
Η λέξη financiar χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά, όπως:
financiar a fondo perdido
(να χρηματοδοτήσεις χωρίς να αναμένεις επιστροφή)
Ejemplo: La empresa decidió financiar a fondo perdido el proyecto social.
(Η επιχείρηση αποφάσισε να χρηματοδοτήσει χωρίς αναμονή επιστροφής το κοινωνικό έργο.)
financiar un sueño
(να χρηματοδοτήσεις ένα όνειρο)
Ejemplo: Ella trabaja mucho para financiar su sueño de viajar por el mundo.
(Αυτή εργάζεται πολύ για να χρηματοδοτήσει το όνειρό της να ταξιδέψει στον κόσμο.)
financiar un negocio
(να χρηματοδοτήσεις μια επιχείρηση)
Ejemplo: Tienen un plan para financiar un negocio innovador.
(Έχουν ένα σχέδιο για να χρηματοδοτήσουν μια καινοτόμο επιχείρηση.)
Η λέξη financiar προέρχεται από το γαλλικό financer, το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από το λατινικό financia, που σημαίνει «χρήμα» ή «κεφάλαιο».
Συνώνυμα: - subvencionar (να επιχορηγήσεις) - patrocinar (να χορηγήσεις)
Αντώνυμα: - retirar fondos (να αποσύρεις κεφάλαια) - desinvertir (να αποεπενδύσεις)