Η λέξη "fines" είναι ουσιαστικό στον πληθυντικό αριθμό.
[ˈfine̞s]
Η λέξη "fines" στα Ισπανικά αναφέρεται σε πληθυντικές μορφές του ουσιαστικού "fine", το οποίο σημαίνει "πρόστιμο" ή "ποινή". Χρησιμοποιείται κυρίως σε νομικά ή διοικητικά συμφραζόμενα, αναφερόμενη σε χρηματικές ποινές που επιβάλλονται για παραβάσεις ή αδικήματα. Έχει συχνή χρήση τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Los fines de semana son para descansar.
(Τα σαββατοκύριακα είναι για να ξεκουραζόμαστε.)
Me impusieron fines altos por estacionar mal.
(Μου επιβλήθηκαν υψηλά πρόστιμα για κακή στάθμευση.)
Η λέξη "fines" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε συμφραζόμενα που αναφέρονται σε ποινές ή πρόστιμα. Εδώ είναι μερικές προτάσεις:
El gobierno decidió aumentar los fines por infracciones de tráfico.
(Η κυβέρνηση αποφάσισε να αυξήσει τα πρόστιμα για παραβάσεις κυκλοφορίας.)
A veces, los fines pueden ser más altos de lo esperado.
(Κάποιες φορές, τα πρόστιμα μπορούν να είναι μεγαλύτερα από ότι αναμενόταν.)
Para evitar los fines, es importante seguir las reglas.
(Για να αποφευχθούν τα πρόστιμα, είναι σημαντικό να ακολουθούνται οι κανόνες.)
Η λέξη "fine" προέρχεται από το λατινικό "finis," που σημαίνει "τέλος" ή "όριο," υπονοώντας την ιδέα ενός περιορισμού, όπως σε ποινές για παράβαση κάποιου ορίου που έχει οριστεί από τον νόμο.
Συνώνυμα: - Multas (πρόστιμα) - Penalizaciones (ποινές)
Αντώνυμα: - Recompensas (ανταμοιβές) - Beneficios (ωφέλη)