Το "fingir" είναι ρήμα.
/finˈxiɾ/
Η λέξη "fingir" χρησιμοποιείται στα Ισπανικά για να δηλώσει την πράξη του να προσποιείται ή να υποκρίνεται κάτι. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, δεδομένου ότι χρησιμοποιείται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο. Στον προφορικό λόγο, μπορεί να εμφανίζεται πιο συχνά σε καθημερινές συζητήσεις, ενώ στο γραπτό πλαίσιο χρησιμοποιείται σε λογοτεχνία, άρθρα και νομικά έγγραφα.
Ella finge que está enferma para no ir a la escuela.
(Αυτή προσποιείται ότι είναι άρρωστη για να μην πάει στο σχολείο.)
No se puede fingir amor si no lo sientes de verdad.
(Δεν μπορείς να προσποιηθείς την αγάπη αν δεν την αισθάνεσαι πραγματικά.)
El actor finge sus emociones de manera increíble.
(Ο ηθοποιός προσποιείται τα συναισθήματά του με εκπληκτικό τρόπο.)
Fingir demencia.
(Προσποιούμαι ότι δεν καταλαβαίνω.)
"A veces es mejor fingir demencia que entrar en una discusión."
(Ορισμένες φορές είναι καλύτερα να προσποιείσαι ότι δεν καταλαβαίνεις παρά να μπλέκεσαι σε συζήτηση.)
Fingir un accidente.
(Προσποιούμαι ένα ατύχημα.)
"Algunas personas fingen un accidente para obtener beneficios."
(Ορισμένοι άνθρωποι προσποιούνται ένα ατύχημα για να αποκτήσουν ωφέλη.)
No hay que fingir.
(Δεν χρειάζεται να προσποιούμαστε.)
"En una relación verdadera, no hay que fingir."
(Σε μια αληθινή σχέση, δεν χρειάζεται να προσποιούμαστε.)
Fingir que no pasa nada.
(Προσποιούμαι ότι δεν συμβαίνει τίποτα.)
"Aunque hay problemas, ella finge que no pasa nada."
(Παρόλο που υπάρχουν προβλήματα, αυτή προσποιείται ότι δεν συμβαίνει τίποτα.)
Η λέξη "fingir" προέρχεται από τη λατινική λέξη "fingere", η οποία σημαίνει "να διαμορφώσω" ή "να δημιουργήσω". Από το "fingere" προέρχονται και άλλες λέξεις σε διάφορες γλώσσες που σχετίζονται με την έννοια της δημιουργίας ή της προσποίησης.
Συνώνυμα: - aparentar (να φαίνεται) - simular (να προσομοιώνει)
Αντώνυμα: - ser genuino (να είσαι γνήσιος) - ser auténtico (να είσαι αυθεντικός)