Finiquito: ουσιαστικό
[fiˈnikito]
Η λέξη "finiquito" χρησιμοποιείται κυρίως στους τομείς της λογιστικής και του δικαίου και αναφέρεται στη διαδικασία τερματισμού μιας εργασιακής σχέσης, κλεισίματος λογαριασμών ή αποπληρωμής υποχρεώσεων. Στην ισπανική γλώσσα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε νομικά και λογιστικά πλαίσια καθώς καθορίζει την τελική κατάσταση ενός συμφωνητικού ή μιας συνεργασίας. Η χρήση της είναι περισσότερο γραπτή, αν και μπορεί να εμφανίζεται σε προφορικές συζητήσεις, ειδικά σε επαγγελματικά ή νομικά πλαίσια.
La empresa le entregó el finiquito al empleado.
Η επιχείρηση παρέδωσε την αποζημίωση στον υπάλληλο.
Es importante revisar el finiquito antes de firmar.
Είναι σημαντικό να ελέγξετε τον τερματισμό πριν υπογράψετε.
El finiquito incluye todos los pagos pendientes.
Η αποζημίωση περιλαμβάνει όλες τις εκκρεμείς πληρωμές.
Hacer un finiquito
Να κάνεις έναν τερματισμό.
Es recomendable hacer un finiquito claro para evitar conflictos.
Είναι σκόπιμο να κάνεις έναν ξεκάθαρο τερματισμό για να αποφευχθούν συγκρούσεις.
Firmar el finiquito
Να υπογράψεις την αποζημίωση.
Antes de firmar el finiquito, asegúrate de que todos los detalles estén correctos.
Πριν υπογράψεις την αποζημίωση, βεβαιώσου ότι όλες οι λεπτομέρειες είναι σωστές.
Recibir el finiquito
Να λάβεις την αποζημίωση.
Recibir el finiquito es un paso esencial al finalizar un contrato.
Η λήψη της αποζημίωσης είναι ένα ουσιαστικό βήμα στην ολοκλήρωση ενός συμβολαίου.
Η λέξη "finiquito" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "finire", που σημαίνει "να τελειώνω" ή "να τερματίζω". Αυτή η ετυμολογική προέλευση συνδέει τη λέξη με την έννοια του τερματισμού ή της ολοκλήρωσης μιας διαδικασίας ή συμφωνίας.
Συνώνυμα: - Liquidación - Cierre - Cumplimiento
Αντώνυμα: - Inicio - Comienzo - Apertura