Η λέξη "finito" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "finito" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: /fiˈnito/
Η λέξη "finito" στην ισπανική γλώσσα χρησιμοποιείται για να δηλώσει κάτι που έχει τελειώσει ή ολοκληρωθεί. Είναι συχνά χρησιμοποιούμενη και στους δύο προφορικούς και γραπτούς λόγους, με μια τάση για περισσότερη χρήση στον προφορικό λόγο, κυρίως σε καθημερινές συνομιλίες.
Αυτό το έργο είναι τελειωμένο.
No hay vuelta atrás, ya está finito.
Δεν υπάρχει γυρισμός, είναι ήδη τελειωμένο.
El partido fue finito antes de lo esperado.
Η λέξη "finito" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα:
(Σημαίνει ότι δεν υπάρχουν άλλες επιλογές.)
Finito el amor.
(Σημαίνει ότι μια σχέση έχει τελειώσει.)
No tiene finito.
(Σημαίνει ότι κάτι συνεχίζεται χωρίς τέλος.)
Es un finito (una conversación).
Η λέξη "finito" προέρχεται από το ιταλικό "finito", το οποίο σημαίνει "τελειωμένος". Η ρίζα της προέρχεται από το λατινικό "finire", που σημαίνει "να τελειώσει".