Λέξη: fiscal
Μέρος του λόγου: Επίθετο
Φωνητική μεταγραφή (IPA): /fiskal/
Η λέξη "fiscal" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που σχετίζεται με τη δημόσια χρηματοδότηση, τους φόρους ή τη διαχείριση των δημόσιων εσόδων και εξόδων. Η χρήση της είναι πολύ συχνή στους τομείς των οικονομικών, του δικαίου και της δημόσιας πολιτικής. Χρησιμοποιείται συχνότερα σε γραπτό λόγο, αλλά είναι επίσης κοινή και στον προφορικό.
El gobierno implementó nuevas políticas fiscales para mejorar la economía.
Μετάφραση: Η κυβέρνηση εφάρμοσε νέες δημοσιονομικές πολιτικές για να βελτιώσει την οικονομία.
Es importante entender las leyes fiscales antes de declarar impuestos.
Μετάφραση: Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε τους φορολογικούς νόμους πριν από την υποβολή των φόρων.
La administración fiscal está trabajando para combatir la evasión de impuestos.
Μετάφραση: Η φορολογική διοίκηση εργάζεται για να καταπολεμήσει την φοροδιαφυγή.
Μετάφραση: Είναι θεμελιώδες οι κυβερνήσεις να διατηρούν μια δημοσιονομική ευθύνη.
Política fiscal
Μετάφραση: Η δημοσιονομική πολιτική της χώρας έχει σχεδιαστεί για να ενισχύσει την ανάπτυξη.
Disciplina fiscal
Η λέξη "fiscal" προέρχεται από το λατινικό "fiscalis", που σημαίνει "σχετικός με το δημόσιο ταμείο", το οποίο προέρχεται από το "fiscus", που αναφέρεται στο δημόσιο ταμείο ή την εφορία.
Συνώνυμα: - tributario (φορολογικός) - económico (οικονομικός)
Αντώνυμα: - privado (ιδιωτικός) - personal (προσωπικός)