fisura είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
[fisˈuɾa]
Η λέξη fisura χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια ρωγμή, σχισμή ή κάταγμα σε διάφορους τομείς. Στον τομέα της ιατρικής, αναφέρεται συνήθως σε ρωγμές στους οστούς ή στα όργανα. Στα γεωγραφικά και μεταλλολογικά πλαίσια, μπορεί να αναφέρεται σε φυσικές σχισμές σε πετρώματα ή εδάφη. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι αρκετά υψηλή, ειδικά στον γραπτό λόγο, σε επιστημονικά κείμενα, ενώ χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο.
"Η ρωγμή στο κόκαλο χρειάζεται άμεση θεραπεία."
"En geología, una fisura puede indicar un movimiento tectónico."
Η λέξη fisura δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν κάποιες χρήσεις που θα μπορούσαν να συνδυαστούν σε διάφορες φράσεις.
"Η ρωγμή στη σχέση ήταν προφανής μετά την συζήτηση."
"Encontraron una fisura en el diseño que necesitaba ajustes."
"Βρήκαν μια ρωγμή στο σχέδιο που χρειάζονταν προσαρμογές."
"La fisura en la pared dejó pasar el aire frío."
"Η ρωγμή στον τοίχο άφησε να περάσει ο κρύος αέρας."
"Al examinar la fisura geológica, los científicos pudieron hacer nuevos descubrimientos."
Η λέξη fisura προέρχεται από το λατινικό fissura, που σημαίνει "σχισμή" ή "ρωγμή", και αυτή με τη σειρά της προέρχεται από το ρήμα fendere που σημαίνει "σπάω" ή "σχισμαίνω".
Συνώνυμα: - fisura - grieta - hendidura
Αντώνυμα: - totalidad (ολότητα) - integridad (ακεραιότητα)