Η λέξη "flácido" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "flácido" είναι [ˈflasiðo].
Η λέξη "flácido" χρησιμοποιείται στο Ισπανικά για να περιγράψει κάτι που είναι χαλαρό, ασταθές ή χωρίς σφριγηλότητα. Στον τομέα της ιατρικής μπορεί να αναφέρεται σε μυϊκή ατονία ή σε κάποιον ιστό που έχει χάσει την ελαστικότητα ή τη σφριγηλότητα του. Η χρήση της λέξης είναι συνηθισμένη και μπορεί να εμφανίζεται και σε προφορικό και σε γραπτό λόγο, αν και από την ιατρική σκοπιά, είναι περισσότερο γραπτή.
Los músculos flácidos no pueden sostener el cuerpo adecuadamente.
(Οι χαλαροί μύες δεν μπορούν να στηρίξουν σωστά το σώμα.)
La piel flácida es un signo del envejecimiento.
(Η χαλαρή επιδερμίδα είναι σημάδι της γήρανσης.)
Η λέξη "flácido" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορούμε να αναφέρουμε κάποιες περιπτώσεις όπου μπορεί να εμφανιστεί:
"No te pongas flácido, entrena más."
(Μην γίνεσαι χαλαρός, γυμνάσου περισσότερο.)
"Ese proyecto está flácido, necesita más esfuerzo."
(Αυτό το πρότζεκτ είναι χαλαρό, χρειάζεται περισσότερη προσπάθεια.)
"Después de las vacaciones, me siento flácido."
(Μετά τις διακοπές, νιώθω χαλαρός.)
Η λέξη "flácido" προέρχεται από το λατινικό "flaccidus," που σημαίνει "χαλαρός" ή "μαλακός."
Συνώνυμα: - débil (αδύναμος) - suave (μαλακός) - inactivo (παθητικός)
Αντώνυμα: - tenso (σφιχτός) - firme (σταθερός) - fuerte (ισχυρός)