Το "flagelar" είναι ρήμα.
/flagɛˈlaɾ/
Η λέξη "flagelar" χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πράξη του να χτυπάς ή να μαστιγώνεις κάποιον ή κάτι, συχνά με σκοπό την τιμωρία ή τη βία. Στην Ισπανική γλώσσα, είναι σχετικά συχνά χρησιμοποιούμενη σε προφορικές και γραπτές επικοινωνίες. Συνήθως συνδέεται με τις έννοιες της βίας και της τιμωρίας.
Ο δήμιος αποφάσισε να μαστιγώσει τον φυλακισμένο για τα εγκλήματά του.
No es justo flagelar a alguien por un error menor.
Δεν είναι δίκαιο να χτυπάς κάποιον για ένα μικρό λάθος.
Algunas culturas antiguas creían que flagelar el cuerpo purificaba el alma.
Η λέξη "flagelar" δεν έχει πολλές κοινές ιδιωματικές εκφράσεις, όμως αναφέρεται σε καταστάσεις που σχετίζονται με τιμωρία ή βάσανα.
Μερικές φορές πρέπει να χτυπήσουμε τη συνείδησή μας για να συνειδητοποιήσουμε τα λάθη μας.
Flagelarse por el pasado no solucionará nada.
Το να μαστιγώνουμε τον εαυτό μας για το παρελθόν δεν θα λύσει τίποτα.
No deberías flagelar tu mente con pensamientos negativos.
Η λέξη "flagelar" προέρχεται από το λατινικό "flagellare", το οποίο σημαίνει "να χτυπάς" ή "να μαστιγώνεις".