Η λέξη "FLAP" χρησιμοποιείται στην ιατρική για να περιγράψει τη ραγάδα ή έλλειπτο μέρος στο δέρμα, συχνά σε περιπτώσεις εγγείωσης.
Παραδειγματικές Προτάσεις
El paciente tenía un FLAP en la pierna que necesitaba ser tratado con urgencia. (Ο ασθενής είχε ένα κουφώμα στο πόδι που έπρεπε να αντιμετωπιστεί άμεσα.)
El cirujano plástico reconstruyó el FLAP del paciente después de un accidente grave. (Ο πλαστικός χειρουργός ανακατασκεύασε το κουφώμα του ασθενή μετά από σοβαρό ατύχημα.)
Ετυμολογία
Η λέξη "FLAP" προέρχεται από την αγγλική λέξη "flap", που σημαίνει "πτερύγιο".