Ρήμα
[fla.keˈaɾ]
Η λέξη "flaquear" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει την πράξη της υποχωρητικότητας ή της αδυναμίας σε σχέση με κάτι, είτε σωματικό είτε ψυχολογικό. Συχνά αναφέρεται σε περιπτώσεις όπου κάποιος χάνει τη δύναμή του ή την επιμονή του, είτε σε κατάσταση φυσικής κόπωσης είτε σε ψυχολογικές προκλήσεις. Η λέξη χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με την ίδια συχνότητα, αν και είναι πιο συχνή σε προφορικές συνομιλίες.
No debes flaquear ante los desafíos.
(Δεν πρέπει να υποχωρείς μπροστά στις προκλήσεις.)
A pesar del cansancio, no flaqueé en el último esfuerzo.
(Παρά την κούραση, δεν υποχώρησα στην τελευταία προσπάθεια.)
Cuando flaqueas, es importante pedir ayuda.
(Όταν υποχωρείς, είναι σημαντικό να ζητήσεις βοήθεια.)
Η λέξη "flaquear" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις που αφορούν τη δύναμη και την αντοχή.
No flaquees en tus convicciones.
(Μην υποχωρείς στις πεποιθήσεις σου.)
Es normal flaquear, pero lo importante es levantarse.
(Είναι φυσιολογικό να λυγίζεις, αλλά το σημαντικό είναι να σηκώνεσαι.)
Si flaqueas en tu compromiso, los demás lo notarán.
(Αν υποχωρείς στη δέσμευσή σου, οι άλλοι θα το παρατηρήσουν.)
No hay que flaquear en la lucha por lo que creemos.
(Δεν πρέπει να υποχωρούμε στη μάχη για ό,τι πιστεύουμε.)
Cuando uno flaquea, el equipo entero puede verse afectado.
(Όταν κάποιος υποχωρεί, όλη η ομάδα μπορεί να επηρεαστεί.)
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό "flaccidus", που σημαίνει "μαλακός" ή "χαλαρός", υποδηλώνοντας μια κατάσταση αδυναμίας ή αποτυχίας να κρατηθεί κάτι σταθερό.
Συνώνυμα: - flaquear (σχετικά με αντοχή) - ceder (παραχωρώ) - rendirse (παραδίδομαι)
Αντώνυμα: - resistir (αντιστέκομαι) - persistir (επιμένω) - mantenerse (διατηρώ)