flequillo: ουσιαστικό
[fleˈkiʎo]
Η λέξη "flequillo" αναφέρεται σε μια κοπή μαλλιών όπου η μπροστινή τούφα είναι πιο κοντή από τις υπόλοιπες, δημιουργώντας ένα εφέ που καλύπτει το μέτωπο. Χρησιμοποιείται συνήθως για να περιγράψει ένα συγκεκριμένο στυλ κουρέματος που είναι δημοφιλές σε πολλές χώρες. Η συχνότητα χρήσης του είναι ορισμένα υψηλή, κυρίως σε συζητήσεις σχετικά με τη μόδα και τα μαλλιά. Χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο.
Me hice un flequillo nuevo y me encanta.
(Έκανα μια νέα φράντζα και μου αρέσει πολύ.)
El flequillo es un corte muy popular entre los jóvenes.
(Η φράντζα είναι μια πολύ δημοφιλής κοπή μεταξύ των νέων.)
Ella siempre lleva el flequillo bien peinado.
(Αυτή πάντα έχει την φράντζα καλά χτενισμένη.)
Η λέξη "flequillo" δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να χρησιμοποιηθεί με πιο κυριολεκτική ή μεταφορική διάσταση.
Llevar un flequillo con estilo es una forma de expresión.
(Το να έχεις μια φράντζα με στυλ είναι μια μορφή έκφρασης.)
El flequillo puede cambiar la forma de tu rostro.
(Η φράντζα μπορεί να αλλάξει το σχήμα του προσώπου σου.)
A veces, un buen flequillo es todo lo que necesitas para verte diferente.
(Μερικές φορές, μια καλή φράντζα είναι το μόνο που χρειάζεσαι για να φαίνεσαι διαφορετικός.)
Η λέξη "flequillo" προέρχεται από τη λέξη "fleco", που σημαίνει "τόιχος" ή "κρόσσι", αναφερόμενη στις κρεμαστές τούφες μαλλιών. Συνδυάζεται με το ολιγαρχικό "-illo" για να υποδηλώσει ένα μικρό ή λεπτό χαρακτηριστικό.