Fletar είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή (IPA): /fleˈtar/
Η λέξη fletar χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει τη διαδικασία ενοικίασης ή σύμβασης μεταφοράς αγαθών, συχνά μέσω πλοίων ή άλλων οχημάτων. Στη γλώσσα των μεταφορών, η λέξη μπορεί να αναφέρεται επίσης στην ενοικίαση ναυτικών σκαφών. Είναι πιο συχνή σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε συμβόλαια ή τα έγγραφα μεταφορών.
Decidí fletar un barco para llevar la mercancía.
(Αποφάσισα να ενοικιάσω ένα πλοίο για να μεταφέρω τα εμπορεύματα.)
Los exportadores suelen fletar contenedores para sus productos.
(Οι εξαγωγείς συνήθως ενοικιάζουν κοντέινερ για τα προϊόντα τους.)
Η λέξη fletar δεν είναι ιδιαίτερα συχνή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά χρησιμοποιείται σε πολλές σχετικές φράσεις στο πλαίσιο της μεταφοράς ή της ενοικίασης.
Fletar un camión es necesario para la entrega a tiempo.
(Η ενοικίαση ενός φορτηγού είναι απαραίτητη για την έγκαιρη παράδοση.)
Algunas empresas eligen fletar aviones para sus envíos urgentes.
(Ορισμένες εταιρείες επιλέγουν να ενοικιάσουν αεροπλάνα για τις επείγουσες αποστολές τους.)
Es más económico fletar un barco que enviar cargas por aire.
(Είναι πιο οικονομικό να ενοικιάσεις ένα πλοίο παρά να στείλεις φορτία αεροπορικώς.)
Η λέξη fletar προέρχεται από το λατινικό "fletare", που σημαίνει "να μεταφέρεις" ή "να ενοικιάσεις".
Συνώνυμα: - Alquilar (να ενοικιάσεις) - Contratar (να προσλάβεις)
Αντώνυμα: - Vender (να πουλήσεις) - Retener (να κρατήσεις)