Η λέξη "flexible" στα ισπανικά σημαίνει κάτι που μπορεί να προσαρμοστεί ή να αλλάξει μορφή ή κατεύθυνση. Χρησιμοποιείται σε διάφορα συμφραζόμενα, όπως από την επαγγελματική ζωή έως την εκπαίδευση και τις τεχνολογίες. Πρόκειται για μια αρκετά κοινή λέξη, χρησιμοποιούμενη τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο.
La nueva política es más flexible para los empleados.
(Η νέα πολιτική είναι πιο ευέλικτη για τους υπαλλήλους.)
Es importante tener un horario flexible en el trabajo.
(Είναι σημαντικό να έχεις ένα ευέλικτο ωράριο στη δουλειά.)
Los materiales flexibles son ideales para proyectos creativos.
(Τα ευέλικτα υλικά είναι ιδανικά για δημιουργικά έργα.)
Η λέξη "flexible" χρησιμοποιείται επίσης σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Ser flexible como un chicle.
(Να είσαι ευέλικτος όπως η τσίχλα.)
Σημαίνει να είσαι άτομο που προσαρμόζεται εύκολα στις καταστάσεις.
Tener una mente flexible.
(Να έχεις ευέλικτο μυαλό.)
Αναφέρεται σε κάποιον που είναι ανοιχτός σε νέες ιδέες και προσεγγίσεις.
Acoger la flexibilidad en la vida diaria.
(Να αποδεχτείς την ευελιξία στην καθημερινή ζωή.)
Δείχνει πόσο σημαντικό είναι να προσαρμόζεσαι στις καθημερινές αλλαγές.
Flexibilidad en las decisiones.
(Ευελιξία στις αποφάσεις.)
Υπονοεί ότι είναι θετικό να μπορείς να αλλάξεις γνώμη ανάλογα με τις συνθήκες.
Η λέξη "flexible" προέρχεται από το λατινικό "flexibilis", που σημαίνει "αυτό που μπορεί να λυγίσει". Συναφής είναι και η ρίζα "flectere", που σημαίνει "να λυγίσει".