Η λέξη "flojera" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "flojera" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /floˈxeɾa/
Η λέξη "flojera" χρησιμοποιείται για να περιγράψει την κατάσταση της τεμπελιάς ή της αδράνειας. Συχνά αναφέρεται σε μια έλλειψη κίνησης ή προθυμίας να αναλάβει κανείς δραστηριότητα. Χρησιμοποιείται και στις δύο γλώσσες, αλλά είναι πιο κοινή στον προφορικό λόγο, αν και συναντάται και στο γραπτό κείμενο.
Αυτή πάντα αισθάνεται τεμπελιά τις Δευτέρες το πρωί.
No puedo ir al gimnasio hoy, tengo mucha flojera.
Δεν μπορώ να πάω στο γυμναστήριο σήμερα, έχω πολλή τεμπελιά.
La flojera puede afectar a nuestro rendimiento en el trabajo.
Η λέξη "flojera" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Hoy tengo flojera para salir.
Sentir flojera: Να αισθάνεσαι τεμπελιά.
Siempre siento flojera cuando estoy en casa.
La flojera es mala compañía: Η τεμπελιά είναι κακή παρέα.
En la vida, la flojera es mala compañía si quieres avanzar.
Echar la flojera: Να αναβάλλεις ή να καθυστερείς να κάνεις κάτι.
Η λέξη "flojera" προέρχεται από το επίθετο "flojo", το οποίο σημαίνει "χαλαρός" ή "τεμπέλης". Το "flojera" παραπέμπει στην ποιότητα του να είναι κανείς "flojo".
Συνώνυμα: - pereza (τεμπελιά) - desgano (αδιαφορία)
Αντώνυμα: - diligencia (επιμέλεια) - energía (ενέργεια)