Η λέξη "flotador" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "flotador" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι /flo.taˈðoɾ/.
Η λέξη "flotador" αναφέρεται σε οποιοδήποτε αντικείμενο που μπορεί να επιπλέει στο νερό, όπως ένα σωσίβιο ή μια πλευστήρα. Χρησιμοποιείται συχνά στις δραστηριότητες που σχετίζονται με το νερό, όπως η κολύμβηση, η ναυσιπλοΐα, και σε άλλες θαλάσσιες δραστηριότητες. Η χρήση της λέξης είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο, αλλά και στον γραπτό λόγο όταν αναφερόμαστε σε κάτι σχετικό με το νερό.
El niño utiliza un flotador para no hundirse en la piscina.
(Το παιδί χρησιμοποιεί ένα σωσίβιο για να μην βυθιστεί στην πισίνα.)
Los flotadores son esenciales para la seguridad en el mar.
(Τα σωσίβια είναι ουσιώδη για την ασφάλεια στη θάλασσα.)
Η λέξη "flotador" συνήθως χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την ασφάλεια και την επιβίωση σε υδάτινα περιβάλλοντα.
Estar en un flotador
(Να βρίσκεσαι σε σωσίβιο)
Σημαίνει να είσαι σε κατάσταση ασφάλειας ή προστασίας.
Ejemplo: En tiempos difíciles, es bueno contar con un flotador financiero.
(Σε δύσκολες περιόδους, είναι καλό να έχεις μια οικονομική ασφάλεια.)
Tirar al flotador
(Να πετάξεις το σωσίβιο)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια κατάσταση όπου κάποιος αναγκάζεται να επιλέξει ακραία μέτρα ή στρατηγικές.
Ejemplo: Cuando la situación se complicó, decidió tirar al flotador y buscar ayuda.
(Όταν η κατάσταση περιέπλεξε, αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια.)
Η λέξη "flotador" προέρχεται από το ρήμα "flotar", το οποίο σημαίνει "να επιπλέει", και το οποίο προέρχεται από τη Λατινική γλώσσα "flotare".
Συνώνυμα: - Sostén para flotar (στήριγμα για να επιπλέει) - Dispositivo de flotación (συσκευή πλευστότητας)
Αντώνυμα: - Hundidor (βυθιστής) - Pesado (βαρύ)