Flotante είναι ένα επίθετο.
[floˈtante]
Η λέξη flotante χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που μπορεί να επιπλέει ή να αιωρείται σε ένα υγρό, όπως ένα πλοίο, μια φούσκα ή κάποιο αντικείμενο που δεν βυθίζεται. Χρησιμοποιείται τόσο σε γραπτό όσο και σε προφορικό λόγο, με αρκετή συχνότητα.
Το πλοίο είναι πλωτό και μπορεί να πλέει στη θάλασσα.
La pelota es flotante y siempre se mantiene en la superficie del agua.
Η λέξη flotante δεν έχει πολλές συγκεκριμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες περιπτώσεις που αφορούν την πλεύση ή την αιώρηση.
Αιωρούμενος στην ευτυχία: Μερικές φορές χρειαζόμαστε μια πλωτή κατάσταση για να απολαύσουμε πλήρως τη ζωή.
Estado flotante: La mente debe estar en un estado flotante para la meditación.
Η λέξη flotante προέρχεται από το ρήμα "flotar", που σημαίνει "επικρατεί" ή "αιωρείται". Το επίθημα -ante προσδιορίζει μια συνεχόμενη ή ενεργητική κατάσταση.
Συνώνυμα: - Plevado (στην ειδική χρήση) - Afloat (σπάνια στα ισπανικά)
Αντώνυμα: - Hundido (βαθυσμένο) - Sumergido (βουτηγμένο)