fritanga: ουσιαστικό
/fɾiˈtaŋɡa/
Η λέξη fritanga αναφέρεται σε ένα είδος φαγητού που έχει τηγανιστεί, συνήθως με πατάτες και κρέας ή άλλα συστατικά. Είναι δημοφιλής κυρίως σε χώρες της Λατινικής Αμερικής όπως το Περού και τη Χιλή, και συχνά καταναλώνεται ως σνακ ή γεύμα. Στη γλώσσα των Ισπανικών, αυτή η λέξη χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο και περιγράφει ένα πιάτο που μπορεί να έχει ποικιλία από συστατικά.
Me encanta la fritanga que venden en el mercado.
(Μου αρέσει η τηγανητό φαγητό που πωλούν στην αγορά.)
La fritanga peruana es muy sabrosa y variada.
(Η τηγανητό φαγητό του Περού είναι πολύ νόστιμη και ποικιλόμορφη.)
Compramos fritanga para la fiesta.
(Αγοράσαμε τηγανητό φαγητό για το πάρτι.)
Η λέξη fritanga δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να παρατηρηθεί σε φράσεις που σχετίζονται με την κουζίνα ή την κατανάλωση φαγητού.
¡Qué fritanga tan rica!
(Τι νόστιμο τηγανητό φαγητό!)
Vamos a hacer una fritanga este fin de semana.
(Θα κάνουμε ένα τηγανητό φαγητό αυτό το Σαββατοκύριακο.)
No puedo resistirme a una fritanga después de un largo día.
(Δεν μπορώ να αντισταθώ σε ένα τηγανητό φαγητό μετά από μια μεγάλη μέρα.)
Η λέξη fritanga προέρχεται από το ρήμα "freír", που σημαίνει "τηγανίζω", με την προσθήκη κατάληξης που δηλώνει το αποτέλεσμα ή το προϊόν της δράσης.
Συνώνυμα: - frito (τηγανητό) - platillo frito (τηγανητό πιάτο)
Αντώνυμα: - hervido (βραστό) - al horno (ψημένο στον φούρνο)