Frugal είναι επίθετο.
/ˈfruː.ɡəl/
Η λέξη "frugal" αναφέρεται σε ένα τρόπο ζωής ή συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται από την αποφυγή της σπατάλης και την προτίμηση σε πιο οικονομικές επιλογές. Στα Ισπανικά, η σημασία της λέξης χρησιμοποιείται συχνά σε διαφορες κοινωνικές ή οικονομικές συζητήσεις για να περιγράψει άτομα που προσέχουν τα έξοδά τους ή που αγοραστές καλών προϊόντων σε προσιτές τιμές. Σε γενικές γραμμές, η χρήση της μπορεί να παρατηρηθεί και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, ωστόσο είναι πιο διαδεδομένη σε γραπτές αναφορές και συζητήσεις οικονομικού περιεχομένου.
Ella es muy frugal y siempre busca las mejores ofertas.
(Αυτή είναι πολύ λιτή και πάντα ψάχνει τις καλύτερες προσφορές.)
Viven de manera frugal para ahorrar dinero para sus vacaciones.
(Ζουν με λιτό τρόπο για να αποταμιεύσουν χρήματα για τις διακοπές τους.)
Ser frugal no significa ser tacaño.
(Το να είσαι λιτός δεν σημαίνει ότι είσαι τσιγκούνης.)
Η λέξη "frugal" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
1. Vivir de manera frugal.
(Να ζεις με λιτό τρόπο.)
Tener una mentalidad frugal.
(Να έχεις μια λιτή νοοτροπία.)
Ser frugal en gastos.
(Να είσαι λιτός στα έξοδα.)
La frugalidad es una virtud.
(Η λιτότητα είναι αρετή.)
Η λέξη "frugal" προέρχεται από το λατινικό "frugalis", που σημαίνει "σχετικό με τη σοδειά" ή "φερέγγυο". Η ρίζα της λέξης συνδέεται με την έννοια της παραγωγής και της αποδοτικής χρησιμοποίησης των πόρων.
Συνώνυμα:
- Οικονομικός
- Λιτός
- Σοφός
Αντώνυμα:
- Σπάταλος
- Δαπανηρός
- Πολυτελής