Το "fruncir" είναι ρήμα.
[fun'siɾ]
Η λέξη "fruncir" στα Ισπανικά έχει τη σημασία του να δημιουργείς ρυτίδες, να σφίγγεις ή να κατσουφιάζεις το πρόσωπο, συνήθως ως αντίδραση σε κάτι αρνητικό ή δυσάρεστο. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει την κίνηση του προσώπου όταν κάποιος ανησυχεί ή απογοητεύεται. Η συχνότητά της είναι μέτρια, χρησιμοποιείται συχνά και στον προφορικό αλλά και στο γραπτό λόγο.
(Όταν κάποιος κατσουφιάζει, συχνά σημαίνει ότι είναι θυμωμένος.)
Es normal fruncir el entrecejo al concentrarse.
(Είναι φυσιολογικό να κατσουφιάζεις όταν συγκεντρώνεσαι.)
Fruncir los labios puede indicar descontento.
Το "fruncir" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις για να εκφράσει συναισθήματα ή αντιδράσεις.
(Το κατσούφιασμα δεν λύνει κανένα πρόβλημα.)
Fruncir el nariz es una señal de rechazo.
(Το σμίξιμο της μύτης είναι μια ένδειξη απόρριψης.)
No frunzas el ceño, la situación no es tan grave.
(Μην κατσουφιάζεις, η κατάσταση δεν είναι τόσο σοβαρή.)
Ella frunció el ceño cuando escuchó la mala noticia.
(Αυτή κατσούφιασε όταν άκουσε τα κακά νέα.)
Es fácil fruncir el ceño por cosas pequeñas.
(Είναι εύκολο να κατσουφιάσεις για μικρά πράγματα.)
Fruncir el entrecejo mientras piensas es natural.
(Το να κατσουφιάζεις ενώ σκέφτεσαι είναι φυσικό.)
No debes fruncir los labios antes de juzgar.
(Δεν πρέπει να σφίγγεις τα χείλη πριν κρίνεις.)
Fruncir los ojos puede ayudarte a ver mejor.
Η λέξη "fruncir" προέρχεται από τη λατινική λέξη "frungere", που σημαίνει “να σπάσεις” ή “να ραγίσεις”.