Η λέξη "fuego" είναι ουσιαστικό.
/fweɣo/
Η λέξη "fuego" σημαίνει "φωτιά" και αναφέρεται σε μια χημική αντίδραση που δημιουργεί θερμότητα και φως μέσω της καύσης. Στα Ισπανικά, χρησιμοποιείται τόσο σε κυριολεκτική όσο και σε μεταφορική έννοια. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, καθώς χρησιμοποιείται σε καθημερινές συνομιλίες, καθώς και σε πιο επίσημα γλωσσικά περιβάλλοντα. Συχνά χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο.
El fuego de la chimenea es muy acogedor.
(Η φωτιά της καμινάδας είναι πολύ ζεστή.)
La policía logró controlar el fuego en la montaña.
(Η αστυνομία κατάφερε να ελέγξει τη φωτιά στο βουνό.)
Η λέξη "fuego" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
Echar leña al fuego.
(Ρίχνω ξύλα στη φωτιά.)
Αυτή η έκφραση σημαίνει να επιδεινώσω μια κατάσταση ή να κάνω τα πράγματα χειρότερα.
Estar en el fuego cruzado.
(Βρίσκομαι σε σταυροδρόμι φωτιάς.)
Εννοεί να βρίσκεσαι σε ένα επικίνδυνο ή δύσκολο σημείο, ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες αντίθετες πλευρές.
Apagar el fuego.
(Σβήνω τη φωτιά.)
Αυτή η έκφραση χρησιμοποιείται κυρίως για τις προσπάθειες να σταματήσουν προβλήματα ή συγκρούσεις.
No quites el fuego, solo echarás leña al fuego.
(Μην προσπαθήσεις να αποσύρεις τη φωτιά, θα ρίξεις μόνο ξύλα στη φωτιά.)
Me siento en el fuego cruzado entre mis amigos.
(Νιώθω ότι είμαι σε σταυροδρόμι φωτιάς ανάμεσα στους φίλους μου.)
Η λέξη "fuego" προέρχεται από τη Λατινική λέξη "focus," που σημαίνει "φωτιά" ή "εστία."
Συνώνυμα: - llama (φλόγα) - incendio (πυρκαγιά)
Αντώνυμα: - agua (νερό) - frío (κρύο)