Ουσιαστικό
ˈfwente
Η λέξη "fuente" στα ισπανικά μπορεί να έχει τις ακόλουθες σημασίες: 1. Πηγή (συχνά υδάτινη). 2. Πηγή (π.χ. πηγή πληροφοριών ή ιδεών). 3. Γραμματοσειρά.
Χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορους τομείς, όπως σε περιγραφές τοπίων, σε άρθρα ή κείμενα που αναφέρονται σε πηγές πληροφοριών, και σε σχετικά με θέματα σχετικά με την τύπο.
Η λέξη "fuente" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά. Μερικά παραδείγματα είναι: 1. "Ser fuente de" (είμαι πηγή): - María es fuente de inspiración para todos nosotros. (Η Μαρία είναι πηγή έμπνευσης για όλους μας).
Según una fuente segura, el proyecto continuará como estaba planeado. (Σύμφωνα με αξιόπιστη πηγή, το σχέδιο θα συνεχιστεί όπως είχε προγραμματιστεί).
"Fuente inagotable" (απεριόριστη πηγή):
Η λέξη "fuente" προέρχεται από τα λατινικά "fons, fontis".
Συνώνυμα: manantial, origen, nacimiento
Αντώνυμα: destino, final, conclusión
Ας δούμε πώς μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τη λέξη "fuente" στον ισπανικό λόγο και πώς μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα το πλούτο της γλώσσας.