Το "fuera" είναι επιρρημα (adverb) στα Ισπανικά.
Η φωνητική μεταγραφή του "fuera" είναι [ˈfweɾa].
Η λέξη "fuera" χρησιμοποιείται κυρίως για να δηλώσει κάτι που βρίσκεται εκτός, μακριά ή εξωτερικά από έναν ορισμένο χώρο ή κατάσταση. Είναι μία συχνά χρησιμοποιούμενη λέξη και μπορεί να συναντηθεί σε ποικίλα συμφραζόμενα. Χρησιμοποιείται εξίσου συχνά στον προφορικό και γραπτό λόγο.
Μετάφραση: Βγες να παίξεις έξω!
Los niños están afuera, jugando fuera de casa.
Μετάφραση: Τα παιδιά είναι έξω, παίζοντας εκτός σπιτιού.
Tienes que dejar tus zapatos fuera de la casa.
Στα Ισπανικά, η λέξη "fuera" συμμετέχει σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:
Μετάφραση: Έξω από εδώ!
Pasar afuera.
Μετάφραση: Να βγω έξω (να κρατήσω απόσταση από κάτι ή κάποιον).
Estar fuera de control.
Μετάφραση: Να είναι εκτός ελέγχου.
Hacer algo fuera de lo común.
Μετάφραση: Να κάνω κάτι έξω από τα συνηθισμένα.
Dejar fuera de consideración.
Μετάφραση: Να αφήνω έξω από την εκτίμηση.
Fuera de servicio.
Η λέξη "fuera" προέρχεται από τα Λατινικά "foris", που σημαίνει "έξω, στο εξωτερικό".
Συνώνυμα: - afuera - fuera de (evitar el mismo contexto).
Αντώνυμα: - dentro - adentro