Η λέξη "fuero" είναι ουσιαστικό.
[gweɾo]
Η λέξη "fuero" στην ισπανική γλώσσα αναφέρεται σε ένα νομικό δικαίωμα ή προνόμιο, συνήθως που σχετίζεται με συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες ή επαγγελματικές κατηγορίες, όπως οι ιερείς ή οι στρατιωτικοί. Συνδέεται επίσης με την έννοια της αυτονομίας ή της εξαιρέσεως από γενικούς κανόνες λόγω της ειδικής κατάστασης ενός ατόμου ή μιας ομάδας. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά κείμενα και ιστορικές αναφορές.
Η χρήση του "fuero" είναι συνήθως πιο συχνή σε γραπτό πλαίσιο παρά στον προφορικό λόγο, ιδίως σε νομικά ή ιστορικά κείμενα.
"El fuero eclesiástico protege a los sacerdotes de ciertos delitos."
(Το εκκλησιαστικό δικαίωμα προστατεύει τους ιερείς από συγκεκριμένα εγκλήματα.)
"El fuero militar otorga privilegios a los soldados en tiempos de guerra."
(Το στρατιωτικό προνόμιο παρέχει προνόμια στους στρατιώτες σε καιρό πολέμου.)
Η λέξη "fuero" χρησιμοποιείται και σε μερικές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάτι προστατεύεται ή ρυθμίζεται από τον νόμο.
"Fuero privado"
(Ιδιωτικό δικαίωμα)
Αναφέρεται σε δικαιώματα που έχουν συγκεκριμένα άτομα ή ομάδες, αποκλειστικά και όχι ανοιχτά στο κοινό.
"Por fuero y derecho"
(Με δικαίωμα και νόμο)
Η λέξη "fuero" προέρχεται από το λατινικό "forum", που σημαίνει αγορά ή χώρος συνάθροισης, και αναφέρεται σε κανονισμούς που ισχύουν για συγκεκριμένους τομείς ή ομάδες ανθρώπων.
Συνώνυμα: - privilegio (προνόμιο) - derecho (δικαίωμα)
Αντώνυμα: - obligación (υποχρέωση) - restricción (περιορισμός)