Η λέξη "fuerza" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA): /ˈfweɾθɑ/
Η λέξη "fuerza" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να δηλώσει την ικανότητα ή την ισχύ ενός ατόμου ή ενός αντικειμένου να ασκεί δύναμη ή να επηρεάζει την κίνηση ή την κατάσταση των πραγμάτων. Είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη στα πεδία της φυσικής, του στρατού, της ιατρικής, και σε κοινωνικά ή ψυχολογικά πλαίσια. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή και χρησιμοποιείται σχεδόν το ίδιο στον προφορικό και στον γραπτό λόγο.
La fuerza del viento derribó el árbol.
(Η δύναμη του ανέμου έριξε το δέντρο.)
Necesitamos más fuerza para levantar este objeto.
(Χρειαζόμαστε περισσότερη δύναμη για να σηκώσουμε αυτό το αντικείμενο.)
La fuerza de la gravedad nos afecta a todos.
(Η δύναμη της βαρύτητας μας επηρεάζει όλους.)
Η λέξη "fuerza" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
Hacer fuerza
(Να ασκήσεις δύναμη)
Σημαίνει να συνεργάζεσαι ή να συνεισφέρεις για να επιτευχθεί κάτι.
Ejemplo: Hicimos fuerza para terminar el proyecto a tiempo.
(Εκτέλεσα μια προσπάθεια για να ολοκληρώσουμε το έργο εγκαίρως.)
Dejarse llevar por la fuerza
(Να παραδοθείς στη δύναμη)
Σημαίνει να υποκύψεις σε μία κατάσταση ή σε κάποιον, χωρίς αντίσταση.
Ejemplo: A veces es mejor dejarse llevar por la fuerza de los acontecimientos.
(Μερικές φορές είναι καλύτερο να παραδοθείς στη δύναμη των γεγονότων.)
Estar a la fuerza
(Να είσαι με το ζόρι)
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος βρίσκεται σε μια κατάσταση χωρίς να το επιθυμεί.
Ejemplo: Estaba en esa reunión a la fuerza, aunque no quería ir.
(Ήμουν σε αυτή τη συνάντηση με το ζόρι, αν και δεν ήθελα να πάω.)
Η λέξη "fuerza" προέρχεται από το λατινικό "fortia", που σημαίνει "ισχύς" ή "δυνατότητα", που σχετίζεται με την έννοια της δύναμης και της ικανότητας.
fuerza física (σωματική δύναμη)
Αντώνυμα: