Η λέξη "fuerzas" είναι ουσιαστικό στον πληθυντικό.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου: /ˈfweɾθas/
Η λέξη "fuerzas" στα ισπανικά σημαίνει "δυνάμεις" και αναφέρεται σε κάτι που έχει επιβλητική ή ισχυρή παρουσία, είτε φυσικά (όπως οι δυνάμεις της φυσικής) είτε μεταφορικά (όπως οι δυνάμεις μιας ομάδας). Χρησιμοποιείται συχνά και σε στρατιωτικά ή αθλητικά συμφραζόμενα. Είναι συχνά απαντώμενη και στις δύο μορφές λόγου, προφορικά και γραπτά.
Las fuerzas armadas protegen a la nación.
(Οι στρατιωτικές δυνάμεις προστατεύουν το έθνος.)
Debemos unir nuestras fuerzas para vencer.
(Πρέπει να ενώσουμε τις δυνάμεις μας για να νικήσουμε.)
"Hacer fuerza" - να κάνεις δύναμη ή να προσπαθείς.
Ejemplo: Hacer fuerza es importante para lograr nuestros objetivos.
(Η προσπάθεια είναι σημαντική για να πετύχουμε τους στόχους μας.)
"Fuerzas de la naturaleza" - οι δυνάμεις της φύσης.
Ejemplo: Las fuerzas de la naturaleza pueden ser muy destructivas.
(Οι δυνάμεις της φύσης μπορεί να είναι πολύ καταστροφικές.)
"A toda fuerza" - με όλες τις δυνάμεις / με όλη τη δύναμη.
Ejemplo: Debemos trabajar a toda fuerza para finalizar el proyecto a tiempo.
(Πρέπει να δουλέψουμε με όλες μας τις δυνάμεις για να ολοκληρώσουμε το έργο έγκαιρα.)
"Por fuerza mayor" - λόγω ανωτέρας βίας.
Ejemplo: El evento fue cancelado por fuerza mayor.
(Η εκδήλωση ακυρώθηκε λόγω ανωτέρας βίας.)
Η λέξη "fuerza" προέρχεται από τη λατινική λέξη "fortia", η οποία σημαίνει "δυνατότητα" ή "ισχύς".