Το "fuga" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/fuɣa/
Η λέξη "fuga" στην ισπανική γλώσσα σημαίνει "φυγή" ή "απόδραση". Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ενέργεια της απομάκρυνσης από ένα μέρος, συχνά με την έννοια της αποφυγής από κινδύνους ή από μια περιοριστική κατάσταση. Είναι μια λεξιλόγιο που χρησιμοποιείται και στους προφορικούς και στους γραπτούς λόγους, με συχνότητα χρήσης που κυμαίνεται ανάλογα με τα συμφραζόμενα.
Η "fuga" χρησιμοποιείται σε διάφορα συμφραζόμενα, όπως νομικά (φυγή από τη δικαιοσύνη), ιατρικά (φυγή από το νοσοκομείο) και στρατιωτικά (απόδραση από στρατόπεδο). Η χρήση της είναι σχετικά συχνή, ιδίως σε περιπτώσεις που περιλαμβάνουν εκκένωση ή απομάκρυνση.
La fuga del prisionero fue sorprendente.
(Η φυγή του κρατούμενου ήταν εντυπωσιακή.)
La fuga de capitales afecta la economía del país.
(Η φυγή κεφαλαίων επηρεάζει την οικονομία της χώρας.)
Η λέξη "fuga" χρησιμοποιείται και σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στη ισπανική γλώσσα.
Fuga de información.
(Φυγή πληροφοριών.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την κατάσταση όπου κρίσιμες ή εμπιστευτικές πληροφορίες αποκαλύπτονται χωρίς άδεια.
Fuga hacia adelante.
(Φυγή προς τα εμπρός.)
Αναφέρεται σε δράσεις που λαμβάνονται με σκοπό την πρόοδο ή την αποφυγή προβλημάτων, αντί να δίνουν προσοχή σε δυσκολίες.
Fuga de cerebros.
(Φυγή εγκεφάλων.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει το φαινόμενο κατά το οποίο οι άνθρωποι με υψηλή εκπαίδευση ή εμπειρία μεταναστεύουν σε άλλες χώρες για καλύτερες ευκαιρίες.
Η λέξη "fuga" προέρχεται από το λατινικό "fuga", που σημαίνει "φυγή" ή "απομάκρυνση", και συνδέεται με το ρήμα "fugere", που σημαίνει "φεύγω".
Η λέξη "fuga" λοιπόν έχει πλούσιες σημασίες και πολλές εφαρμογές στους διάφορους τομείς της καθημερινής ζωής και της γλώσσας.