Το "fugar" είναι ρήμα.
[fuˈɣaɾ]
Η λέξη "fugar" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "διαφεύγω" ή "δραπετεύω".
Το "fugar" σημαίνει την πράξη της φυγής ή της απόδρασης από κάποιο μέρος ή κατάσταση. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό και επίσημο πλαίσιο. Η συχνότητα χρήσης του είναι μέτρια, καθώς δεν είναι τόσο διαδεδομένο στον καθημερινό προφορικό λόγο.
Εspanol: Decidí fugarme de la fiesta antes de que se volviera aburrida.
Ελληνικά: Αποφάσισα να διαφύγω από το πάρτι πριν γίνει βαρετό.
Εspanol: Los prisioneros planearon fugarse durante la noche.
Ελληνικά: Οι φυλακισμένοι σχεδίασαν να δραπετεύσουν κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Αν και η λέξη "fugar" δεν απαντά συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις όπως άλλες λέξεις, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε μερικές περιπτώσεις:
Εspanol: El gato logró fugarse de la casa.
Ελληνικά: Η γάτα κατάφερε να δραπετεύσει από το σπίτι.
Εspanol: Ella siempre intenta fugarse cuando la vida se vuelve complicada.
Ελληνικά: Αυτή πάντα προσπαθεί να δραπετεύσει όταν η ζωή γίνεται περίπλοκη.
Εspanol: En los cuentos, a menudo los héroes deben fugarse de los villanos.
Ελληνικά: Στους μύθους, οι ήρωες συχνά πρέπει να δραπετεύσουν από τους κακούς.
Η λέξη "fugar" προέρχεται από το λατινικό "fuga", που σημαίνει "φυγή". Συνδέεται με το ρήμα "fugere", που σημαίνει "δραπετεύω" ή "φεύγω".