Fugarse είναι ρήμα.
/fuˈɣaɾ.se/
Το ρήμα fugarse σημαίνει να απομακρυνθεί κάποιος με ταχύτητα, συνήθως από μια κατάσταση που θεωρείται δυσάρεστη ή επικίνδυνη. Χρησιμοποιείται συχνά σε καταστάσεις που αφορούν τη φυγή από έναν κίνδυνο ή την αποφυγή κάποιου προβλήματος. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενο στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να εμφανιστεί και σε γραπτό κείμενο, ιδίως σε πιο ανεπίσημα συμφραζόμενα.
Decidió fugarse cuando escuchó los gritos.
(Αποφάσισε να το σκάσει όταν άκουσε τις φωνές.)
El ladrón intentó fugarse de la escena del crimen.
(Ο κλέφτης προσπάθησε να διαφύγει από τη σκηνή του εγκλήματος.)
Η λέξη fugarse χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Fugarse con alguien
(να το σκάσει με κάποιον)
Ejemplo: Ella se fugó con su novio a la playa.
(Αυτή το έσκασε με τον φίλο της στην παραλία.)
Fugarse de la realidad
(να ξεφύγει από την πραγματικότητα)
Ejemplo: A veces, es bueno fugarse de la realidad y soñar.
(Αρκετές φορές, είναι καλό να ξεφεύγουμε από την πραγματικότητα και να ονειρευόμαστε.)
No hay forma de fugarse de esta situación.
(Δεν υπάρχει τρόπος να αποφύγουμε αυτή την κατάσταση.)
Ejemplo: La verdad es que no hay forma de fugarse de esta situación difícil.
(Η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει τρόπος να αποφύγουμε αυτή τη δύσκολη κατάσταση.)
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό ρήμα "fugare", που σημαίνει "να διαφύγει" ή "να ξεφύγει".
Συνώνυμα: - escapar - huir - evadirse
Αντώνυμα: - permanecer - quedarse - enfrentar