fugaz (παράγοντας) είναι επίθετο.
/phuˈɣas/
Η λέξη fugaz χρησιμοποιείται σε διάφορες περιπτώσεις για να περιγράψει κάτι που διαρκεί μόνο για σύντομο χρονικό διάστημα ή που δεν έχει μόνιμο χαρακτήρα. Είναι συχνά συνδεδεμένη με την ιδέα της προσωρινότητας.
Στο Ισπανικά, η λέξη χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να παρατηρηθεί μεγαλύτερη συχνότητα σε λογοτεχνικά και ποιητικά έργα, όπου η έννοια της προσωρινότητας είναι πιο ενδεδειγμένη για την έκφραση συναισθημάτων ή καταστάσεων.
La belleza de una flor es fugaz.
Η ομορφιά μιας ανθού είναι φευγαλέα.
Los momentos felices son fugaces, pero valiosos.
Οι ευτυχισμένες στιγμές είναι πρόσκαιρες, αλλά πολύτιμες.
La fama de los actores en Hollywood puede ser fugaz.
Η φήμη των ηθοποιών στο Χόλιγουντ μπορεί να είναι προσωρινή.
Η λέξη fugaz χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις που εκφράζουν την ιδέα της εφήμερης φύσης των πραγμάτων.
La fama es fugaz
Η φήμη είναι φευγαλέα.
(Η αναγνώριση ή η φήμη μπορεί να είναι βραχύβια.)
Los sentimientos fugaces pueden ser intensos.
Τα φευγαλέα συναισθήματα μπορεί να είναι έντονα.
(Ορισμένα συναισθήματα, αν και πρόσκαιρα, είναι πολύ ισχυρά.)
Las oportunidades son fugaces y hay que aprovecharlas.
Οι ευκαιρίες είναι φευγαλέες και πρέπει να τις εκμεταλλευτούμε.
(Οι ευκαιρίες εμφανίζονται και χάνονται γρήγορα.)
Un amor fugaz puede dejar huellas profundas.
Μια πρόσκαιρη αγάπη μπορεί να αφήσει βαθιά σημάδια.
(Η βραχύβια αγάπη μπορεί να έχει μεγάλη επίδραση.)
Las vacaciones son fugaces, así que disfruta cada momento.
Οι διακοπές είναι φευγαλέες, οπότε απόλαυσε κάθε στιγμή.
(Πρέπει να εκτιμούμε την κάθε στιγμή καθώς περνά γρήγορα.)
Η λέξη fugaz προέρχεται από το ισπανικό ρήμα fugar, το οποίο σημαίνει "να φεύγει" ή "να διαφεύγει", συνδέοντας τη σημασία της προσωρινότητας και της εφήμερης φύσης.
Συνώνυμα: - pasajero (προσωρινός) - efímero (εφήμερος)
Αντώνυμα: - eterno (αίθριος) - permanente (μόνιμος)
Αυτό συνοψίζει τις πληροφορίες για τον όρο fugaz, αποτυπώνοντας την πλούσια σημασία και χρήση του στη γλώσσα Ισπανικά.