Η λέξη "fugitivo" είναι ουσιαστικό και η εναλλακτική της μορφή είναι επίθετο.
/fu.xiˈti.βo/
Η λέξη "fugitivo" αναφέρεται σε κάποιον που έχει διαφύγει από την κάθισή του, όπως κρατούμενος, ή που έχει απομακρυνθεί από τον τόπο ή τις υποχρεώσεις του. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά ή ποινικά συμφραζόμενα και είναι σχετικά κοινό στην καθημερινή γλώσσα. Η χρήση της είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε νομικά κείμενα και ειδήσεις.
Ο φυγάς διέφυγε από την αστυνομία κατά τη διάρκεια της νύχτας.
La noticia del avistamiento del fugitivo se difundió rápidamente.
Η είδηση για την εμφάνιση του φυγά διαδόθηκε γρήγορα.
La prisión tiene medidas estrictas para evitar que un fugitivo escape.
Η λέξη "fugitivo" χρησιμοποιείται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά, κυρίως σε σχέση με το ποινικό δίκαιο ή την κοινωνική ζωή.
Ελληνική μετάφραση: Φυγάς της δικαιοσύνης.
"Sentirse fugitivo"
Ελληνική μετάφραση: Να αισθάνεται φυγάς.
"Capturar a un fugitivo"
Ελληνική μετάφραση: Να συλλάβει έναν φυγά.
"Estar en la lista de fugitivos más buscados"
Η λέξη "fugitivo" προέρχεται από το λατινικό "fugitivus", που σημαίνει "αυτός που διαφεύγει", το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από το ρήμα "fugere" που σημαίνει "να τρέχεις ή να φεύγεις".
Συνώνυμα: - Drazón (φυγάς, δραπετεύσας) - Escapista (αποδράτης)
Αντώνυμα: - Capturado (συλληφθείς) - Prisionero (κρατούμενος)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για τη λέξη "fugitivo" και τη χρήση της στον ισπανικό λόγο.